Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Κώστας Περούλης: Ούτε πρόοδος ούτε επανάσταση


Το ερώτημα που έθεσε κάποτε ο Καντ για να εξετάσει την εποχή του, που διακήρυττε για πρώτη φορά την πρόοδο της ανθρωπότητας, ήταν το εξής: «Είναι δυνατή η αέναη πρόοδος;» Η απάντηση βρισκόταν στην αναζήτηση ενός συμβάντος που θα λειτουργούσε ως ιστορικό σημάδι της διαχρονικής της ύπαρξης. Επέλεξε ως τέτοιο μια ρήξη, τη Γαλλική Επανάσταση στη μεταρρυθμιστική της στόχευση. Για τον Καντ δεν είχε σημασία η Επανάσταση καθ’ εαυτήν, που γίνεται από λίγους και μπορεί να πετύχει ή να αποτύχει μέσα σε φρικαλεότητες, αλλά ο ενθουσιασμός με τον οποίον την παρακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι «θεατές» που δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν, τα άλλα έθνη, και που εγγράφει στον χρόνο την προδιάθεση της ανθρωπότητας για πρόοδο. Πολύ αργότερα, ο Φουκώ είδε δίπλα στο καντιανό ερώτημα της προόδου κι ένα άλλο ερώτημα που είχε απαντηθεί χωρίς να διατυπωθεί. Και συνόψισε άρρητα τη νεωτερικότητα βάζοντας το ένα δίπλα στο άλλο: «Τι είναι Διαφωτισμός;» – «Τι είναι Επανάσταση;»

Η Μεταπολίτευση πραγμάτωσε ακριβώς αυτό το με πρώτη ματιά αντιφατικό δίπολο της νεωτερικότητας: κινήθηκε μέσα από ένα πνεύμα ενθουσιασμού, που σημείωσε η φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου, προς μια πρόοδο της χώρας. Οι πολλοί, που δεν συμμετείχαν στο Πολυτεχνείο, διαπνεύστηκαν από τον μεταρρυθμιστικό ενθουσιασμό του, που μετουσιώθηκε στην πασοκική «αλλαγή» του ’81 και τη συνολική αριστερή πολιτισμική ηγεμονία που έφτασε μέχρι τις μέρες μας. Ο ενθουσιασμός αυτός, με την κορύφωση της προόδου –αυτής που κατέστη δυνατή με όρους όχι πολύ διαφορετικούς από μια πληθώρα ευρωπαϊκών κρατών–, «ακούστηκε» τελευταία φορά στην «ισχυρή Ελλάδα» του σημιτικού οράματος, για να σβήσει άδοξα στις ρητορικές καραμανλικές «επανιδρύσεις» της χώρας. Ήταν η ίδια η πραγμάτωση της γενικής προόδου ως ανόδου ατομικών βιοτικών επιπέδων όλον αυτόν τον καιρό που μετασχημάτιζε τον χαρακτήρα του ενθουσιασμού από δημόσιο σε ιδιωτικό. Αποτέλεσμα όμως ήταν, όταν αυτός χρειάστηκε πάλι στον δημόσιο χώρο, να ανακαλύψουμε «έκπληκτοι» την καθήλωσή του στο παρελθόν αντί της συνεχιζόμενης διάχυσής του στο παρόν μας. Ο ενθουσιασμός μοιάζει να έλειψε ακόμα και από τα μικρογεγονότα της πολιτικής σφαίρας που παραδοσιακά τον υπενθυμίζουν και τον ανατροφοδοτούν: τις απεργίες, που δεν είναι ποτέ πια επ’ αόριστον, τις κινητοποιήσεις· την ίδια την «αγανάκτησή» μας.

Γιατί η Μεταπολίτευση πάγωσε τώρα ανάμεσα σ’ αυτά που μας φαίνονται αυτή τη στιγμή αδύνατα: ούτε ο βίαιος εξευρωπαϊσμός –που σημαίνει πια απροσχημάτιστα τον νεοφιλελευθερισμό– ούτε η «εθνική» (δι)έξοδος από την Ένωση φαίνονται σήμερα δυνατά. Η σύνθεση των δύο αδυνάτων σε μια θεσμική κατάσταση που θα μας διακρατήσει «εντός-εκτός» της «Ευρώπης», δεν θα αποτελέσει τον επίλογο, αλλά τη μακρά επαναδιατύπωση όρων όπως αυτής της προόδου. Η ρητορική των υπουργών, που πάντα προηγείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συγχέει την εθνική σωτηρία με την ευκαιρία μιας Νέας Μεταπολίτευσης, υπονοώντας μια μελλοντική «πρόοδο» που ουδέποτε –μαθαίνουμε τελικά– συντελέστηκε στη Μεταπολίτευση. Η ξαφνική αναβίωση του εθνικού –από εκείνους που το απαξίωσαν συστηματικά– σε καθεστώς απώλειάς του, δεν σημαίνει παρά αυτόν τον επανακαθορισμό των όρων της προόδου. Η νέα πρόοδος της «ανάπτυξης» και των «πλεονασμάτων» της χώρας και των εταιρειών της, που επιβάλλεται απ’ τη λογική της μακροχρόνιας βιοτικής δυστοπίας μας, δεν χρειάζεται ούτε στα χαρτιά τον ενθουσιασμό μας. Στη θέση του, αντίστροφα, διακινεί πρώτα την εργαλειακή συναίνεση, για να την υφαρπάξει όπως όπως μετά. Ο λόγος είναι ότι αυτή η νέα «πρόοδος» δεν αναφέρεται σ’ εμάς. Δεν μας περιλαμβάνει.

Και μεις; Τι κάνουμε εμείς; Αυτή τη στιγμή ούτε στην «πρόοδο» μπορούμε να πιστέψουμε ούτε στην «επανάσταση» – ακόμα και την ύστατη ώρα που μοιάζει να μας περιμένει μια μακροχρόνια «προνεωτερική» ακινησία, δεν μας είναι δυνατόν να διανοηθούμε το παρόν μας παρά ως ένα διαρκές τέλος της Μεταπολίτευσης, ως ένα διαρκές παρελθόν. Ας υποθέσουμε όμως για μια στιγμή ότι είμαστε ακόμα στη νεωτερικότητα. Ότι δεν θα χρειαστεί να βρούμε καινούργια δίπολα για να τα αποδομήσουμε. Ότι για να ξαναπιστέψουμε στην «πρόοδο» πρέπει να ξαναπιστέψουμε στην «επανάσταση», να ξαναβρούμε «κάπου» τον ενθουσιασμό της μιας ως σημάδι της άλλης. Ας υποθέσουμε τέλος ότι είναι αλήθεια όσα μας λένε οι υπουργοί. Ότι υπάρχει γενικευμένη ανομία. Ακραίες συμπεριφορές. Επιθέσεις κατά της «δημοκρατίας» – καταλήψεις, γιαουρτώματα και «δεν πληρώνω» από εγωιστικές μειοψηφίες που δεν είμαστε εμείς αλλά στόχο έχουν εμάς, τη μυαλωμένη πλειοψηφία πολιτών, το έθνος που σώζουν. «Γίνονται επεισόδια;» Γιατί όλο και πιο πολύ δεν μπορούμε να αποστρέψουμε τα φοβισμένα βλέμματά μας από τα «επεισόδια»; Γιατί τα κοιτάμε μέσα μας με μια νευρική αναμονή, την ίδια στιγμή που σιχτιρίζουμε τους απονενοημένους δράστες; Ποιος φόβος μας είναι αυτός ο μέγας αντιφατικός, ο πολιτικός; Παλιά υλικά σε καινούργια χέρια. Ακόμα και αν η αποτυχία και το κόστος της ήταν τέτοιο που θα απέτρεπαν τον άνθρωπο που έκανε την επανάσταση να την ξανακάνει, λέει ο Καντ, τίποτα δεν μπορεί να σβήσει μέσα απ’ την καρδιά μας, σε νέες κρίσεις τίποτα δεν μπορεί να σβήσει μέσα απ’ τη μνήμη μας, την παρακινδυνευμένη επιθυμία της, που γέννησε κάποτε εκείνος ο ενθουσιασμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου