Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Κώστας Σπαθαράκης: Οι κατά φαντασίαν αστοί


Οι ταξικές αναλύσεις δεν ήταν πολύ της μόδας στα χρόνια της αφθονίας. Οι δύο αριστερές αποφάσισαν να τις κρύψουν πίσω από παραπλανητικά σχήματα: οι μεν τους μη προνομιούχους που μας κληροδότησε ο Αντρέας και την «κοινωνία» ή τη «νεολαία» εν γένει, χωρίς άλλους προσδιορισμούς, απέναντι στα «μεγάλα συμφέροντα», τη «διαπλοκή» και το «σύστημα»· οι δε την αμφιβόλου περιγραφικής ακρίβειας «λαϊκή οικογένεια» και τα «λαϊκά στρώματα», απέναντι στην ύποπτων καταβολών «πλουτοκρατία» και τα «μονοπώλια», διατηρώντας τα περί αστών και αστισμού για εσωτερική, «επιστημονική», κατανάλωση. Η κρίση και η αποσύνθεση των παραδοσιακών πολιτικών ταυτοτήτων έφερε όμως στην επιφάνεια μια καινούργια (περσινή) ρητορική περί αστών, αστικής τάξης, αστικών κομμάτων και πάει λέγοντας, η οποία δεν προέρχεται από τις αριστερές αναλύσεις αλλά από κεντρικούς παράγοντες του δημόσιου λόγου, ιδίως από την Καθημερινή, αλλά και από κομμάτια του πάλαι ποτέ συμπαγούς ΔΟΛ, καθώς επίσης και από την ακροδεξιά, με βασικό θεωρητικό τον μεγάλο μαθητή του Γκράμσι, Μάκη Βορίδη. Ακούμε ξαφνικά να γίνεται λόγος για τον «αστικό κόσμο» που ενωμένος κέρδισε τον Εμφύλιο, για την ανάγκη να καλλιεργείται στο πανεπιστήμιο η «αστική ιδεολογία» και όχι η ιδεολογία της αριστεράς, για μια «ιθύνουσα τάξη» που είναι λέει μια «ομάδα “χορτασμένων” πολιτών», η οποία «κρύφτηκε» φοβισμένη από το «τσουνάμι του λαϊκισμού μετά τη Μεταπολίτευση», και άλλα αντίστοιχα.[1]

Η προβληματική ιστορία της «αστικής τάξης» της Ελλάδας είναι πολύ παλιά, πιο παλιά από τις ευγενικές περγαμηνές που έχουν να παρουσιάσουν τα «τζάκια» και οι «δέκα μεγάλες οικογένειες». Περνάει μέσα από τις αναλύσεις (και της αριστεράς) για τη «μεταπρατική» ή «νόθα» αστική τάξη, και φτάνει ως τις θεωρίες της εξάρτησης. Στη δεξιά εκδοχή της δεν είναι παρά μια θρηνωδία για την ισχνότητα του «αστικού στοιχείου», για την απουσία του «αστού»: το μενού περιλαμβάνει απέ­χθεια για τον νεοπλουτισμό (το Κολωνάκι πριν την άλωση), νοσταλγία για τους εθνικούς ευεργέτες αλλά και την κονδυλική σχηματο­ποίη­ση για την «καχεξία του αστικού στοιχείου». Δεν πρόκειται βέβαια για μια ακόμα ελληνική ιδιαιτερότητα: σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρξε τα προηγούμενα χρόνια μια στροφή προς τις παραδοσιακές αξίες της τάξης, της αριστείας και της «εθνικής αυτογνωσίας»· απλώς, όπως συχνά στα καθ’ ημάς, η ρητορική αυτή αποκτά έναν εντελώς φαρσικό χαρακτήρα.



Κι αυτό γιατί το σύνθημα για την ανασυγκρότηση του «αστικού κόσμου» δεν απευθύνεται στην πραγματικότητα στην καθ’ αυτό αστική τάξη (επιχειρηματίες, εργοδότες, εφοπλιστές, τραπεζίτες) αλλά μάλλον σε ένα πολιτισμικό μόρφωμα χοντρόπετσου συντηρητισμού παλαιάς κοπής, που βρωμάει χούντα, Κολωνάκι και βιζόν στη ναφθαλίνη. Θα μπορούσαμε να το τοποθετήσουμε κοινωνικά: μεγαλοϊδιοκτήτες ακινήτων, ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, δικηγόροι, δικαστικοί, ακαδημαϊκοί κ.ά., οι οποίοι δεν έχουν, ή δεν έχουν πια, κομβική θέση στην παραγωγική διαδικασία αλλά συγκροτούν ένα ραντιέρικο στρώμα που εισπράττει νοίκια, μερίσματα, παχυλές συντάξεις. Πιο απλά θα μπορούσε κανείς να δει ποιοι εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο (ένστολοι, δικαστικοί, διπλωμάτες, ανώτατοι κληρικοί, πανεπιστημιακοί, διευθυντές δημόσιων υπηρεσιών)[2] ή να σκεφτεί την εντελώς στοχευμένη και ταξικά φορτισμένη αποστροφή του Βενιζέλου ότι το τέλος ακινήτων θα λειτουργήσει ως «ασφάλιστρο» για την αξία της ακίνητης περιουσίας. Αλλά δεν έχει τόση σημασία· ούτε τώρα είναι της μόδας οι ταξικές αναλύσεις, οπότε ας περιοριστούμε στην πολιτισμική καταγραφή.

Μπαλ μασκέ
Όταν οι εκπρόσωποι της νέας νομιμότητας μιλούν για «αστούς», στην πραγματικότητα λειτουργούν ως κατάστημα εποχιακών ειδών: και καθώς έχουμε μονίμως καρνάβαλο, έρχονται διάφοροι τέτοιοι κύριοι και κυρίες του παλιού καιρού, για να ντυθούν «αστοί» και να αναλάβουν επιτέλους ρόλο. «Μα εσείς είστε οι πραγματικοί αστοί, όχι οι άλλοι με τα καράβια, τα εργοστάσια και τις ποδοσφαιρικές ομάδες», επιμένουν οι πωλητές του καταστήματος, κολακεύοντας την κυρία με το σκυλάκι και με τον τέως στο μπρελόκ, που νοσταλγεί τις εσπερίδες πέριξ των ανακτόρων, τον θείο της, διορισμένο νομάρχη επί χούντας, και τον πατέρα της γενικό γραμματέα υπουργείου από το 1975 ως το επάρατο 1981. Το πιο ωραίο είναι ότι την καλοπιάνουν τη στιγμή που, αν δεν βάλει η κυρία το χεράκι στο ντεμοντέ τσαντάκι της για να πληρώσει για πρώτη φορά έστω λίγο φόρο, το αγαπημένο της κράτος θα καταρρεύσει εις τα εξ ων συνετέθη. Όπως όμως κάθε πραγματική κυρία, έτσι και η κυρία με το ψεύτικο γουναρικό είναι υπεράνω χρημάτων· της αρκεί μια συμβολική ανταμοιβή: να κραυγάζει μεταμφιεσμένη σε αστή στο μασκέ πάρτι του τέλους της Μεταπολίτευσης, περιστοι­χισμένη από κομψούς κυρίους με ανάλογα κοστούμια, όπως ο Βορίδης και ο Παπαχελάς, που της ψιθυρίζουν ότι ήρθε η ώρα να αναλάβει τις ιστορικές της ευθύνες.

Και αφού οι οδοκαθαριστές με τις λιβρέες καθαρίσουν τον χαρτοπόλεμο από πρωτοσέλιδα της Καθημερινής, θα φορέσει το καλό της φόρεμα και θα βγει επιτέλους από το salon της στον μεγάλο κόσμο: θα καταλάβει μια θέση στη διοίκηση του πανεπιστημίου, θα οργανώσει μια συζήτηση με ιστορικούς για την κρίση και την Ευρώπη στον κήπο κάποιου μουσείου, θα διευθύνει μια ΜΚΟ με κρατικό χρήμα, θα «δουλέψει με τους άνεργους και τους άστεγους», θα καθαρίσει την Αθήνα με τους Ατενίστας, θα «κάνει πολιτισμό» και φιλανθρωπία πάλι με κρατικό χρήμα, θα χαριεντιστεί με τον Πάσχο Μανδραβέλη για τους φριχτούς συνδικαλιστές αλλά και με τον σερ Μπάζιλ Μαρκεζίνη για τα εθνικά μας ζητήματα, παίρνοντας το πρωινό της στο GB Corner και το απεριτίφ της στην Αθηναϊκή Λέσχη. Θα αναδειχθεί σε κριτή της «αριστείας» και της «ελληνικότητας», θα σφίξει το χέρι κάποιου διαπρεπούς Έλληνα του εξωτερικού, καλώντας τον στο σπιτάκι της στην Ύδρα. Αυτή ακριβώς η κυρία, που μισεί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τη Μεταπολίτευση και τον φαύλο παπανδρεϊσμό, γιατί εξαιτίας τους έχασε την αίγλη και τη συμβολική εξουσία και αναγνώριση που κατείχε τα παλιά καλά χρόνια, μπορεί σήμερα να κάνει τη δουλειά, αν της τη δώσουν, καλύτερα από τα πασοκικά νέα τζάκια που προέρχονται από τα κατα­γώγια των κλαδικών: θα αποκαταστήσει τις πα­λιές ιεραρχίες, θα εγγυηθεί την τάξη, την ασφάλεια και την καθαριότητα. Και είναι έτοιμη να στηρίξει ακόμη και μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για να σωθεί η «χώρα». Θα κάνει δηλαδή ό,τι δεν την άφηναν να κάνει τόσο καιρό η «ψευτο-επαναστατικότητα», η «κουλτούρα της βίας» και τα λοιπά μεταπολιτευτικά σύνδρομα.

Δεν εννοώ βέβαια ότι υπάρχουν και κάποιοι άλλοι, «κανονικοί αστοί», που είναι φιλοπρόοδοι, φιλελεύθεροι, υπέρ της ανάπτυξης και της αναδια­νομής, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό συντηρητικό κόσμο κάποιου φανταστικού Κολωνα­κίου. Εννοώ ότι η όποια (εργοδοτική, επιχειρη­ματική) αστική τάξη κρύβεται πίσω από τους «ενεργούς πολίτες» που μεταμφιέζονται σήμερα σε «αστούς», σε φορείς της ορθολογικής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας. Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχει ή όχι στην Ελλάδα ισχυρή αστική τάξη που να επιβάλλει τις πολιτικές της κατευθύνσεις: η ελληνική αστική τάξη ήταν και υπέρ της δικτατορίας και υπέρ της Μεταπολίτευσης και υπέρ του ΠΑΣΟΚ και υπέρ του Μνημονίου, διαδοχικά και με το ίδιο πάθος· γιατί είναι το ίδιο το πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η πολιτική. Αυτό που αλλάζει είναι η στρατηγική της απόκρυψης του πλαισίου. Κοντολογίς, τόσο το σχήμα της «ανύπαρκτης αστικής τάξης» όσο και το κάλεσμα για την ανασυγκρότησή της είναι μορφές μυστικοποίησης της κοινωνικής πραγ­ματικότητας: ο εργοδότης δεν έχει παρά να κάνει τις απολύσεις, να μην πληρώσει μισθούς και εισφορές, χωρίς να εμφανιστεί στον δημόσιο χώρο ως εργοδοτική τάξη.

Ο μαρκήσιος ντε Σαντ μ’ έναν χίπη κι ο Κουβέλης με τον Γιανναρά
Έπρεπε να έχουμε καταλάβει ήδη από την εποχή της αρχοντιάς των Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά κυρίως με τη νίκη του Καμίνη και του Μπουτάρη τη μεγάλη ανατροπή που υποδηλώνει αυτή η νέα ρητορική περί «αστισμού» και «αστών»: η παλιά αντιπαράθεση προοδευτικών και συντηρητικών δυνάμεων αποσύρθηκε από το θέατρο του δημοσίου λόγου προς όφελος μιας καινούργιας, λίγο παράταιρης, σύνθεσης. Ως ενδείξεις αυτής της νέας σύνθεσης θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τις κυρίες του Κολωνακίου που πάντοτε ψήφιζαν δεξιά αλλά στήριξαν με πάθος τον Καμίνη ή πόσο μελάνι χύθηκε για τις αστικές αρετές του ευπατρίδη Λεωνίδα Κύρκου. Ή ακόμα τις γραφικές εκκλήσεις διανοουμένων, όπου παρήλασαν νοσταλγοί του Μεταξά μαζί με τους προοδευτικότερους συνταγματολόγους μας. Ίσως έχουμε μπροστά μας σήμερα τις πρώτες μορφές μιας συμφιλίωσης των δύο πόλων που καθόρισαν τη μεταπολιτευτική κουλτούρα. Ο κατεξοχήν εχθρός των πάσης φύσεως ανανεωτών και προοδευτικών, ο πολιτισμικός και κοινωνικός συντηρητισμός, γίνεται ξαφνικά ένας καλοπροαίρετος αδικημένος συγγενής, δυνάμει σύμμαχος στη μάχη ενάντια στη δυσώδη κουλτούρα της Μεταπολίτευσης.

Δύο είναι οι βασικοί ιδεολογικοί τόποι όπου συντελείται αυτή η συνάντηση των τέως αντιπάλων. Ο πρώτος είναι, όπως είδαμε, η αντιστροφή της Μεταπολίτευσης: και οι δύο πλευρές συμφωνούν πλέον ότι Μεταπολίτευση δεν σημαίνει το τέλος του μετεμφυλιακού κράτους, την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τη διάλυση των παρακρατικών μηχανισμών και τη συμμόρφωση του ελληνικού κοινωνικού και πολιτικού βίου με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά μάλλον την επικράτηση της ανομίας και του λαϊκισμού, το κράτος των συνδικαλιστών, τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε ομάδες συμφερόντων κ.λπ. Μαζί με το αρχέγονο μίσος για τον συνδικαλισμό, δίπλα στην αταλάντευτη καταγγελία του λαϊκισμού, του προπατορικού αμαρ­τήματος της Μεταπολίτευσης, κεντρικό είναι βέβαια εδώ το πρόβλημα της νομιμότητας: η Μεταπολίτευση κρίνεται σήμερα ένοχη από προοδευτικούς και συντηρητικούς γιατί ευνόησε δήθεν την ανομία, την κουλτούρα της βίας. Πρέπει να υπερβούμε επιτέλους το τραύμα του Πολυτεχνείου, πρέπει να σταματήσουμε να βλέπουμε το κράτος ως εχθρό ή ως αντικείμενο της κοινωνικής ανάλυσης: όλη η σκέψη της ανανεωτικής αριστεράς περί δημοσίου χώρου στριμώχνεται πλέον στην έκκληση για επιβολή της κρατικής νομιμότητας. Περιττό να τονί­σουμε τη σημασία που είχε σε συμβολικό επίπεδο η κατάργηση του ασύλου και η πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση – δεν υπήρξε τυχαία εδώ η εκδήλωση μιας πλατιάς συναίνεσης.

Ο δεύτερος ιδεολογικός κοινός τόπος είναι γενικότερος και αφορά την απάντηση που δόθηκε στο γιατί μας συμβαίνει ό,τι μας συμβαίνει, για­τί η κρίση χτύπησε την Ελλάδα πιο βίαια από τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Εδώ αναδεικνύεται η βαθιά συντηρητική και μικροαστική φύση της νεότευκτης συμμαχίας προοδευτικών και συντηρητικών, εδώ συναντιούνται οι αντιλαϊκιστές του Πολίτη και οι παλιές καραβάνες των προωθημένων μαρξιστικών σχημάτων, για να ανταλλάξουν μια θερμή χειραψία με τους προαιώνιους εχθρούς τους, τους ηθικολόγους της ελληνικής ιδιοπροσωπίας. Γιατί το δίδαγμα που αντλήσαμε από τα νάματα της παράδοσής μας (μαρξιστικής ή θεολογικής) είναι τόσο παλιό όσο και το ερώτημα της θεοδικίας: το κακό είναι η τιμωρία του Κυρίου (ή των αγορών ή ό,τι άλλο πιο εκσυγχρονιστικό) διά τας αμαρτίας ημών. Αφήνοντας στην άκρη τις αμέτρητες φραστικές παραλλαγές της ελληνικής ασωτίας (ζήσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας, ζήσαμε με δανεικά, σπαταλήσαμε, καταναλωτική βουλιμία, επίπλαστη ευμάρεια, ατομικισμός του Έλληνα κ.ο.κ.,), το σημαντικό είναι πως τα δεινά της χρεοκοπίας και της φτώχειας έρχονται ως δίκαιη τιμωρία γιατί αμαρτήσαμε πολλαπλώς και δεν είμαστε άξιοι να αποκαλούμαστε Ευρωπαίοι: όλα τα εργαλεία των κοινωνικών επιστημών, όλο το οπλοστάσιο του ακραιφνούς ορθολογισμού, όλες οι προοδευτικές αναλύσεις για τον ανοιχτό και αμφίσημο χαρακτήρα των κοινωνικών γεγονότων κατέληξαν κατά ένα περίεργο τρόπο στο ίδιο ηθικολογικό συμπέρασμα με τις θεόπνευστες οιμωγές των οπαδών του Finis Greciae: αυτό που μας έλειπε ήταν τελικά η πνευματικότητα, η απάρνηση του ιδιωτικού προς όφελος του κοινού και του δημόσιου, και κυρίως η αυτογνωσία.[3] Και αυτό που πρέπει να γίνει είναι να συγκροτηθεί επιτέλους ένα κράτος αντάξιο του ονόματός του.

Είναι τα αποκαΐδια του κούφιου ευρωπαϊσμού που ενστερνίστηκε χωρίς δεύτερη σκέψη ένα μεγάλο κομμάτι της «προοδευτικής» παράταξης: χωρίς ιδέα για το πού πηγαίνουμε, με μόνη έγνοια να υπερβούμε την ελληνική «ιδιαιτερότητα» και τον εθνοκεντρικό λαϊκισμό, ξεπέσαμε πολύ γρήγορα από τα υψίπεδα της ευρωπαϊκής αριστερής πολιτικής στην παραδοσιακή συντηρητική εκδοχή του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ο ευρωπαϊσμός αντί να αποτελέσει έναν άξονα πολιτικού προσανατολισμού, αποδείχθηκε κενό σχήμα, ικανό να γεμίσει με οποιοδήποτε περιεχόμενο επιβάλλει η στιγμή και η πολιτική συγκυρία. Σήμερα αποτελεί την ιδεολογική βάση της αναπάντεχης για αμφοτέρους σύμπνοιας «προοδευτικών» και «συντηρητικών». Η δήλωση μετανοίας για τα μεταπολιτευτικά ανομήματα και την έλλειψη (εθνικής) αυτογνωσίας ανοίγει και στους δύο την πόρτα του φιλόξενου σαλονιού της γνωστής μας πλέον κυρίας: εκεί, θαυμάζοντας το μοναδικό γούστο της οικοδέσποινας, θα αμιλλώνται εφεξής χαριτόβρυτα για την πνευματική της καθοδήγηση, κι εκείνη θα μοιραστεί μαζί τους με απλοχεριά τα υλικά βεβαίως πλεονεκτήματα της καινούργιας κοινωνικής και πολιτικής θέσης που της επιφύλαξε το περιπόθητο τέλος της Μεταπολίτευσης.

* * *

Σημειώσεις

[1] Βλ. αντί πολλών Αλέξης Παπαχελάς, «Η “ιθύνουσα τάξη”», εφ. Η Καθημερινή, 2.10.2011.^

[2] Τελικώς βέβαια εξαιρέθηκαν από το ενιαίο μισθολόγιο και οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο ΔΕΚΟ· υπάρχουν και εκεί νομοταγείς πολίτες που πρέπει να ανταμειφθούν.^

[3] Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος κ.ά, «Από τη χρεοκοπία στην αυτογνωσία», περ. the books’ journal, τχ. 6, Απρίλιος 2011.^

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου