Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Γιώργος Καράμπελας: Η νέα Λολίτα ή το τέλος της εκπαίδευσης



Ήταν πιο αδύνατη και πιο ψηλή τώρα, και για ένα δευτερόλεπτο
μου φάνηκε ότι το πρόσωπό της ήταν λιγότερο όμορφο από το νοερό εγχάραγμα
που είχα λατρέψει για περισσότερο από ένα μήνα… κι εκείνη η πρώτη εντύπωση
(ένα πολύ σύντομο ανθρώπινο διάλειμμα ανάμεσα σε δύο χτυποκάρδια τίγρη)
έφερε την καθαρή νύξη ότι το μόνο που είχε να κάνει, ήθελε να κάνει ή θα έκανε
ο χήρος Χάμπερτ ήταν να προσφέρει σ’ αυτό το κάπως χλωμό
αν και ηλιοκαμένο μικρό ορφανό aux yeux battus (…), ναι, να της προσφέρει
μια καλή εκπαίδευση, μια υγιή και ευτυχισμένη κοριτσίστικη ζωή, ένα καθαρό σπιτικό,
χαριτωμένες φίλες της ηλικίας της… Αλλά «μεμιάς», καθώς λένε οι Γερμανοί, αυτή
η αγαθοεργός και αγγελική αντιμετώπιση εξαλείφθηκε και πρόφτασα και ξανάπιασα
τη λεία μου (ο χρόνος είναι πιο γρήγορος από τις φαντασιώσεις μας!), και ήταν
και πάλι η δική μου Λολίτα – και μάλιστα πιο πολύ από κάθε άλλη φορά
η Λολίτα μου, η δική μου Λολίτα.[1]


Η Λολίτα του Ναμπόκοφ διαβάζεται συνήθως ως μια περίτεχνη αλληγορία όπου η λογοτεχνική αφήγηση είναι αυστηρά, και σκοπίμως παραπλανητικά για τον αναγνώστη, το αντεστραμμένο είδωλο μιας αληθινής, ηθικής πραγματικότητας: ο εστέτ πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο Χάμπερτ Χάμπερτ, βρίσκεται σταθερά στο προσκήνιο, ως αφηγητής άλλωστε, ενώ η ηρωίδα του τίτλου, η μικρή Ντολόρες Χέιζ, κατασκευάζεται «αισθητικά» ως ένα πρότυπο νυμφίδιο που πλάθεται και κυριαρχείται πλήρως από τον πατριό-εραστή της. Μέσα από ένα ακατάπαυστο παιχνίδι αντικατοπτρισμών και διακειμενικών αναφορών, ο συγγραφέας (υποτίθεται ότι) παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ηθική λήθη μέσα στην οποία μια ούτε καν έφηβη κοπελίτσα μετατρέπεται σε διαβολικό σεξουαλικό αντικείμενο, η σταθερά παρούσα οδύνη της περνά απαρατήρητη, το σθένος της και η ίδια η τελική λύτρωσή της γίνονται αντιληπτά ως προδοσία και πτώση.[2]

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Αλέκος Λούντζης: Σάι-φάι. Στιγμιότυπο τέταρτο: Μιλιγκράμ


…οι διακοπές στον τρίτο κόσμο είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος
να επανεκτιμά κανείς τις αξίες του κόσμου που προπορεύεται. [1]


Την 7η εβδομάδα ο πρώτος θόρυβος χάραξε ανεπαίσθητα τη σιλικόνη. Την 8η, η μικρή διαρροή λόγου επέβαλε την κώφωση με στρατιωτικό νόμο. Την 9η εβδομάδα της μεγάλης ησυχίας,[2] πετάξαμε για Κάιρο. Με τόση σπέκουλα τον τελευταίο μήνα, η έμφυτη αισιοδοξία μου έμοιαζε με ληγμένο αντιβιοτικό. Τι «αυτό είναι το τελευταίο σου ταξιδάκι», τι «βάλε μερικά ψυχοφάρμακα στην κωλότσεπη να φέρεις και στους φίλους σου», τι «καλύτερα να κάτσεις εκεί για λίγα χρόνια». Ο αστοιχείωτος περίγυρος προσπαθούσε να νοθεύσει το εταιρικό μου γαμήλιο ταξίδι με γενόσημα [3] παράσιτα. Οι ριπές λόγου εν μέσω σιωπής ήταν τόσο φοβικές και μνησίκακες που σκεφτόσουν ότι αυτή η βουβαμάρα ήταν εντέλει μια κάποια λύση· προσωρινή έστω. Ευτυχώς, οι συμπαίκτες μου στον όμιλο αντισφαίρισης ήταν απολύτως καθησυχαστικοί και πιο σίγουροι από ποτέ στο παιχνίδι τους. Οι καθημερινές μου αφηγήσεις για τη νοερή υστερία των σιωπηλών με είχαν κάνει περιζήτητο, ίσως και λίγο γραφικό τώρα που το σκέφτομαι. Μειδιούσαν και σημείωναν με νόημα πως κάθε ασθένεια έχει το φάρμακο της και το αντίστροφο. Με κάποιους πετάγαμε μαζί σε λίγες ημέρες. Οι άλλοι μισοί χρηματοδοτούσαν τον ιερό σκοπό.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Ελένη Κυραμαργιού: Το χαρτί και η τρύπα


Ένα περίεργο και συνεχές βουητό μ’ έκανε να σηκωθώ από το κρεβάτι και να κατευθυνθώ προς την κουζίνα, σέρνοντας τα πόδια μου και βρίζοντας από μέσα μου τον πιθανό ένοχο αυτού του βάρβαρου ξυπνήματος. Αυτό που αντίκρισα ξεπερνούσε τη φαντασία μου και έκανε τον πονοκέφαλο από τα χθεσινά ποτά να με εγκαταλείψει. Το ψυγείο είχε μετακινηθεί στο κέντρο του δωματίου και οι πόρτες του ήταν ανοιχτές· δίπλα του είχε συρθεί το τραπέζι και ο ανεμιστήρας που βρισκόταν πάνω του δούλευε στην πιο ψηλή σκάλα. Το κοίταζα και δεν το πίστευα: ένας ανεμιστήρας να γυρνάει μπροστά σε ένα ανοιχτό ψυγείο, γεμάτο τρόφιμα, στη μέση ενός δωματίου. Ακούμπησα στον τοίχο και προσπαθούσα να σκεφτώ αν φταίει το μεθύσι μου ή αλήθεια συμβαίνει αυτό που βλέπω. Πριν προλάβω να καταλήξω σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα, βγήκε από το μπάνιο ο ευδιάθετος και υπερκινητικός συγκάτοικος για να λύσει οποιαδήποτε απορία μού είχε δημιουργηθεί. Το ψυγείο μάλλον σταμάτησε το βράδυ να δουλεύει και σκέφτηκε ότι χρειάζεται απόψυξη, άνοιξε λοιπόν τις πόρτες κι έβαλε τον ανεμιστήρα για να μη χαλάσουν τα τρόφιμα. Τα μυαλά μου πονούσαν ενώ τον άκουγα να μου μιλάει για τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου ψυγείου και την ευαισθησία των τυριών που εδώ και καιρό συγκατοικούσαν με τη μούχλα.

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Βασίλης Κόκκοτας: Το Άλογο του Τορίνο ή το τέλος των Πατατοφάγων


«Πατάτα» η ταινία
1885. Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ ολοκληρώνει τους διάσημους Πατατοφάγους. Σ’ ένα γράμμα του δηλώνει ότι προσπάθησε να αποδώσει τη συνθήκη μιας εντελώς διαφορετικής ζωής απ’ αυτήν που γνωρίζουμε. Η εικόνα κάποιων απλών και φτωχών ανθρώπων που τρώνε αυτό που παράγουν σκάβοντας τη γη θα φορτιστεί μ’ έναν πολιτικοκοινωνικό συμβολισμό και θα αποδώσει στην εντέλεια την εξαθλίωση του αγροτικού δυναμικού. Οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σταδιακά σ’ αυτό που παράγουν και τρώνε. Είναι οι πατατάνθρωποι, τα φυτικά τέρατα που ενσαρκώνονται σε σώματα-βολβούς.