Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Ελένη Κυραμαργιού: Το χαρτί και η τρύπα


Ένα περίεργο και συνεχές βουητό μ’ έκανε να σηκωθώ από το κρεβάτι και να κατευθυνθώ προς την κουζίνα, σέρνοντας τα πόδια μου και βρίζοντας από μέσα μου τον πιθανό ένοχο αυτού του βάρβαρου ξυπνήματος. Αυτό που αντίκρισα ξεπερνούσε τη φαντασία μου και έκανε τον πονοκέφαλο από τα χθεσινά ποτά να με εγκαταλείψει. Το ψυγείο είχε μετακινηθεί στο κέντρο του δωματίου και οι πόρτες του ήταν ανοιχτές· δίπλα του είχε συρθεί το τραπέζι και ο ανεμιστήρας που βρισκόταν πάνω του δούλευε στην πιο ψηλή σκάλα. Το κοίταζα και δεν το πίστευα: ένας ανεμιστήρας να γυρνάει μπροστά σε ένα ανοιχτό ψυγείο, γεμάτο τρόφιμα, στη μέση ενός δωματίου. Ακούμπησα στον τοίχο και προσπαθούσα να σκεφτώ αν φταίει το μεθύσι μου ή αλήθεια συμβαίνει αυτό που βλέπω. Πριν προλάβω να καταλήξω σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα, βγήκε από το μπάνιο ο ευδιάθετος και υπερκινητικός συγκάτοικος για να λύσει οποιαδήποτε απορία μού είχε δημιουργηθεί. Το ψυγείο μάλλον σταμάτησε το βράδυ να δουλεύει και σκέφτηκε ότι χρειάζεται απόψυξη, άνοιξε λοιπόν τις πόρτες κι έβαλε τον ανεμιστήρα για να μη χαλάσουν τα τρόφιμα. Τα μυαλά μου πονούσαν ενώ τον άκουγα να μου μιλάει για τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου ψυγείου και την ευαισθησία των τυριών που εδώ και καιρό συγκατοικούσαν με τη μούχλα.

Αδυνατούσα να συνέλθω από το σοκ, και πιάστηκα απροετοίμαστος στην πρό­τασή του για πρωινό στο καφέ της γωνίας. Αναγκάστηκα να δεχτώ και γύρισα στο δωμάτιο να ντυθώ. Στο απέναντι παράθυρο, η ένοικός του για όγδοο συνεχές εικοσιτετράωρο βρισκόταν εκεί ακαταπόνητη, έγραφε και διάβαζε συνεχώς, χωρίς διάλειμμα, χωρίς σταματημό, σαν να είχε κολλήσει στην καρέκλα της, ούτε το φως δεν έσβηνε πια τη μέρα για ν’ αποφεύγει τις άσκοπες μετακινήσεις μέχρι την άλλη άκρη του δωματίου. Γιατί να μου τύχει αυτός ο υπερκινητικός τύπος και όχι αυτή η σιωπηλή συγκάτοικος, αναρωτήθηκα, και ο Μαξ όρμησε στο δωμάτιο για να φύγουμε. Είχαμε τόσα να συζητήσουμε, μου δήλωσε, σκοτώνοντας και τον τελευταίο ενδοια­σμό που είχα για την αποτυχημένη επιλογή μου να σηκωθώ από το κρεβάτι. Και πραγματικά, ήταν τόσα πολλά αυτά που είχαμε να πούμε, ώστε ξεκίνησε από το ασανσέρ. Αδυνατούσα να καταλάβω το θέμα για το οποίο μιλούσε, ζούσα ένα μαρτύριο που δεν έλεγε να τελειώσει, και ήταν ακόμα μόνο 9 το πρωί. Μετά τη δεύτερη κούπα καφέ προσγειώθηκα στον πλανήτη του και προσπάθησα να πιάσω το νήμα όσων έλεγε, αλλά όσα άκουγα με ξεπερνούσαν. Η οικονομική κρίση και η εργασιακή ανασφάλεια τον είχαν προβληματίσει πολύ αυτό το καλοκαίρι, και είχε σκεφτεί σοβαρά να πάρει ριζικές αποφάσεις για τη ζωή του.

Θα έκανε δεύτερο διδακτορικό για να γίνει ανταγωνιστικός, μου είπε με αξιοζήλευτη αποφασιστικότητα. Χρειαζόμουν έναν τρίτο καφέ, ή καλύτερα ένα ποτό. Είναι 36 χρονών, εδώ κι έξι χρόνια προσποιείται ότι κάνει διδακτορικό στη φιλοσοφία της μουσικής, ενώ δεν έχει καταθέσει ούτε την τελική πρόταση με το θέμα του, και τώρα αποφάσισε να κάνει μια δεύτερη διατριβή και θέλει να συζητήσουμε ποιος τομέας είναι καλύτερος, η μουσική ή η φιλοσοφία. Σκεφτόμουν ότι κοιμήθηκε με τον ανεμιστήρα αγκαλιά και βραχυκύκλωσε το σύστημα ή ότι, ενώ έτρεχε χτες, έπεσε και χτύπησε σε κάποια πέτρα – αλλά έκανα λάθος, σοβαρολογούσε και ήθελε να πάρουμε την απόφαση εκείνη τη στιγμή, μαζί. Αδυνατούσα να σκεφτώ τη σωστή απάντηση, εξάλλου με είχε βομβαρδίσει με σκέψεις κι ερωτήματα. Για πρώτη και τελευταία φορά εκείνο το πρωινό, φάνηκα τυχερός· χτύπησε το τηλέφωνό του και έπρεπε να φύγει επειγόντως. Θα συνεχίζαμε την κουβέντα μας το βράδυ στο σπίτι, μου ανακοίνωσε, καθώς έβαζε το μπουφάν του.  

Βρισκόμουν στην άλλη άκρη του κόσμου, 12 ώρες μακριά από το σπίτι μου, προσπαθώντας να βρω μια δουλειά για να μη χρειαστεί να γυρίσω σύντομα πίσω, σχετική ή άσχετη με το δικό μου διδακτορικό που τελείωσε μέσα σε τέσσερα χρόνια με ένα θέμα πρωτότυπο και ενδιαφέρον, με διεισδυτική και εύστοχη ανάλυση, όπως μου είπαν στην υποστήριξη, αλλά η οικονομική κρίση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με ώθησαν να γίνω ένας ακόμη αριθμός στις στατιστικές της μετανάστευσης, ή καλύτερα της αιμορραγίας εγκεφάλων προς το εξωτερικό, και αναρωτιόμουν γιατί έπρεπε να ζήσω αυτό τον πρωινό παραλογισμό με έναν άγνωστο, που γνώρισα πριν 8 μέρες από μια αγγελία για συγκατοίκηση. Τι ήταν άραγε καλύτερο, να ψάξω για καινούριο σπίτι, να γυρίσω πίσω ή απλώς να σκεφτώ ότι θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα, όπως τότε στον στρατό, που ήταν όλα παράλογα και χωρίς νόημα. Πλήρωσα τους καφέδες και έφυγα.

Γύρισα σπίτι όπου ο ανεμιστήρας συνέχιζε ακαταπόνητος για να ετοιμαστώ για το ραντεβού που είχα στις 12 στο Πανεπιστήμιο. Έπρεπε να συνέλθω και να συγκροτήσω τις σκέψεις και τις προτάσεις μου. Η ιδέα που επεξεργαζόμουν ήταν καλή, και σίγουρα θα ενδιέφερε τον συγκεκριμένο καθηγητή, όμως δεν αρκεί πάντα μια καλή ιδέα. Στις 11.30 ήμουν έξω από την πύλη του Πανεπιστημίου, έχοντας περισσότερη αγωνία και από εκείνο το πρωινό στη Θήβα, όταν πέρασα την πύλη του στρατοπέδου. Κατευθύνθηκα προς το κουβούκλιο του φύλακα για να ζητήσω οδηγίες για το κτίριο. Μου δήλωσε κοφτά πως δεν μπορώ να μπω μέχρι τις 5 γιατί υπάρχει ορκωμοσία. Αιφνιδιάστηκα, μα είχα ραντεβού σε μισή ώρα. Το μυαλό μου σταμάτησε, έπρεπε να βρω μια λύση άμεσα. Του ζήτησα να με συνοδεύσει, αρνήθηκε, του αντιπρότεινα να τηλεφωνήσει στον καθηγητή: δεν ήταν η δουλειά του, μου απάντησε. Πήγαινα πάνω κάτω πανικόβλητος, δεν ήξερα τι να κάνω, να τον βρίσω, να τον δείρω ή απλώς να φύγω. Ήταν 20 πόντους ψηλότερος και 40 κιλά βαρύτερος, δεν θα είχα τύχη.

Έπρεπε να σκεφτώ λογικά μα αδυνατούσα, ο ανεμιστήρας γύριζε μέσα στο κεφάλι μου. Άρχισα να βρίζω τον Μαξ· για κάποιον περίεργο λόγο, στο μυαλό μου αυτός έφταιγε για όλα όσα συνέβαιναν και, σα να το κατάλαβε ότι τον καταριέμαι, μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι τον ενδιέφερε και η ιστορία τέχνης ως εναλλακτική καριέρα. Του έκλεισα το τηλέφωνο σχεδόν στα μούτρα, και αυτό αμέσως ξαναχτύπησε· προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να δείξω αυτοκυριαρχία. Ευτυχώς, γιατί δεν ήταν ο Μαξ, αλλά ο καθηγητής, που έμαθε για την ορκωμοσία και υπέθεσε ότι δεν θα μου επιτραπεί η είσοδος. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για το απόγευμα. Αρκετά πιο ψύχραιμος και με αναπτερωμένο το ηθικό, απομακρύνθηκα από το Πανεπιστήμιο. Περπατούσα χωρίς κατεύθυνση μιας και είχα αρκετές ώρες μέχρι την απογευματινή συνάντηση.

Από τις σκέψεις μου μ’ έβγαλε αρκετή ώρα αργότερα το τηλέφωνο του αδελφού μου. Ήταν απροσδόκητα σοβαρός, σα να χε προβάρει αυτά που θα μου έλεγε. Το πρωί ήρθε ένα συστημένο για μένα – ήταν από τον στρατό, το απολυτήριό μου είχε γίνει πράσινο. Το ύφος του με τρόμαξε περισσότερο από τα νέα που μου είπε, αλλά δεν έδωσα σημασία. Εντάξει, θα με καλούσαν ίσως σε άσκηση ή για μετεκπαίδευση κάποια στιγμή – βλακεία, αλλά δεν έγινε και τίποτα, σκέφτηκα. Γυρνώντας σπίτι, αντιλήφθηκα τους λόγους της σοβαρότητάς του. Οι επερχόμενες γεωτρήσεις στην Κύπρο για την εύρεση φυσικού αερίου ή πετρελαίου, οι απειλές της τουρκικής κυβέρνησης, η αμφισβήτηση της ΑΟΖ και ο φόβος θερμού επεισοδίου στην ανα­το­­λική Μεσόγειο κυριαρχούσαν στα ειδησεογραφικά σάιτ. Ένα χαρτί και μια τρύπα στη μέση μιας θάλασσας θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια πολεμική σύρραξη που δεν θα με άφηνε αμέτοχο. Μου φαινόταν αδιανόητο, ο πόλεμος ήταν το μόνο που δεν μπορούσα ακόμα να φανταστώ. Χρειαζόμουν οπωσδήποτε ένα ποτό αυτή τη φορά. Κατευθύνθηκα προς την κουζίνα, όπου ο ανεμιστήρας γυρνούσε ακόμη μπροστά στο ανοιχτό ψυγείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου