Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Κωνσταντίνος Καλαντζής: Σκέψεις περί πολιτισμικής αποικιοκρατίας με αφορμή «τα αγγλικά του Τσίπρα»


Οι θέσεις και επιτελεστικές συγκρούσεις που πλέχτηκαν σε διάφορα κοινωνικά πεδία μετά τη συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στο αμερικανικό δίκτυο CNN τον Μάη του 2012, συμπυκνώνουν σημαντικά μοτίβα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής δυναμικής που αξίζουν σχολιασμό.

Στην εν λόγω συνέντευξη, η δημοσιογράφος Christiane Amanpour θέτει ερωτήματα στον Αλέξη Τσίπρα, κυρίως όσον αφορά την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη ύστερα από (και παρά) την πιθανή νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές. Ο Τσίπρας εμφανίζεται σε μια οθόνη («σύνδεση με την Αθήνα») φέροντας ένα ελαφρύ μειδίαμα και χρησιμοποιώντας μη ορθά, από συντακτική και γραμματική άποψη, αγγλικά. Ανάμεσα σε άλλα, αποκαλεί την καγκελάριο της Γερμανίας «Μαντάμ Μέρκελ» −κάτι που ενέχει φυσικά και κάποια υποτίμηση βάσει της ελληνικής σημασίας του όρου «Μαντάμ»−, ενώ χαρακτηριστικά λέει ότι με τα μέτρα λιτότητας κατευθυνόμαστε «directly to the hell» (δική μου έμφαση).



Την επομένη της συνέντευξης τα «αγγλικά του Τσίπρα», όπως κατοχυρώθηκε θεματικά το ζήτημα, αποτέλεσαν αντικείμενο δημοσιογραφικής παιγνιώδους κριτικής (π.χ. άρθρα στον διαδικτυακό τόπο Protagon) και σάτιρας, ενώ βρέθηκαν στο επίκεντρο συζητήσεων σε μπλογκ ή και άλλους τόπους. Μια θεμελιώδης κόντρα που αναδύθηκε γύρω από το ζήτημα ήταν ανάμεσα σε όσους είδαν τη συνέντευξη ως δείγμα ντροπιαστικής ανικανότητας (και μη ευρωπαϊκότητας, θα επανέλθω σ’ αυτό) και όσων ανταπαντούσαν ότι η ίδια η μη γνώση αγγλικών είναι μάλλον ελπιδοφόρα, καθώς η σημερινή κατάσταση προκλήθηκε από τους χειρισμούς των ελληνικών (επιδέξιων στα αγγλικά) ελίτ και συγκεκριμένα του Γιώργου Παπανδρέου, του οποίου η ικανότητα στα αγγλικά συστηματικά τροφοδοτεί (δεξιά και αριστερά) ιδέες περί προδοτικής υπακοής σε ξενόφωνες δυνάμεις επιρροής.

Και οι δύο πλευρές της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε όσους «ντρέπονται» για «τα αγγλικά του Τσίπρα» και όσους ανταπαντούν «εντάξει, δεν πήγε σε ιδιωτικό σχολείο και καλό φροντιστήριο!» (υπονοώντας ότι αυτό έκαναν οι επικριτές) συμμερίζονται μια πολύ βασική αρχή: ότι μια συνέντευξη στο CNN και κατ’ επέκταση σε ένα μη ελληνικό μέσο επικοινωνίας αποτελεί στιγμή εξέτασης για το ελληνικό πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του. Επίσης, θα έλεγα πως, αντικρίζοντας την τοποθέτηση Τσίπρα εναντίον της «μαντάμ Μέρκελ», αυτό που βιώνεται από τον θεατή είναι ένα αμφίθυμο μείγμα ικανοποίησης (για τη στιγμιαία απελευθερωτική επιθετικότητα ενάντια στο πρόσωπο το οποίο έχει γίνει τοτέμ των μέτρων λιτότητας) και ντροπής για την πιθανή διακωμώδηση και μη σοβαρότητα που εμπνέει τόσο ο τόνος όσο και η γλωσσική ικανότητα του ομιλούντος.

Μια παρόμοια αμφιθυμία παρατηρώ εντός «κρίσης» καιρό τώρα από ανθρώπους που, για παράδειγμα, διανέμουν στο διαδίκτυο υλικό ποδοσφαιρικών οπαδών που βρίζουν με ευφάνταστα συνθήματα τη Γερμανία ή υλικό που απεικονίζει επιτελέσεις ανθρώπων που ντύνονται σαν τον Χίτλερ εκφράζοντας έτσι τη δυσαρέσκειά τους για την επιβαλλόμενη λιτότητα. Για πολλούς από αυτούς που διανέμουν το υλικό αυτό, οι παραπάνω πρακτικές (ποδοσφαιρικό σύνθημα, καρναβαλική μεταμφίεση κ.λπ.) είναι εν μέρει αντίθετες στην επίσημη θέση τους περί «σοβαρής» πολιτικής εμπλοκής. Κι όμως με τη διανομή αυτή και τους αστεϊσμούς τους (π.χ. σχόλια στο διαδίκτυο όπως «κοίτα τι τραγουδούσαν οι θεοί...») αναπαράγουν την ίδια την αισθητική της επιτέλεσης και αποκαλύπτουν τον μερικό ενθουσιασμό τους γι’ αυτήν.

Στη ρίζα αυτής της αμφιθυμίας, όπου οι αποκηρύξεις της οικονομικής και πολιτικής «κηδεμονίας» βιώνονται ως εν μέρει ντροπιαστικές και εν μέρει απολαυστικές, βρίσκεται ακριβώς η έννοια «κηδεμονία» και οι πολιτισμικές και ψυχικές δυναμικές που τροφοδοτεί. Ας κοιτάξουμε το πώς σκηνοθετείται φαντασιακά ο Τσίπρας σε σχέση με τη Μέρκελ.  Τόσο στις εύθυμες ελληνικές συζήσεις περί της μαξιμαλιστικής «αυθάδειας» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ όσο και σε μια σειρά αναπαραστάσεων σε διάφορα παγκόσμια μέσα επικοινωνίας αναδύεται έντονα το μοτίβο του παιδιού που εξεγείρεται παροδικά ενάντια στην εξουσία του γονιού (ή κηδεμόνα). Στις συμπαθούσες αναπαραστάσεις (για παράδειγμα των Βρετανών αναγνωστών και σχολιαστών της εφημερίδας Guardian), «το παιδί» είναι γεμάτο ζωντάνια και τόλμη, αν και παραμένει παιδί καθώς χαρακτηρίζεται από κάποια απερισκεψία, ενώ αποτολμά κάτι που οι ίδιοι οι συμπαθούντες θεωρούν εξαιρετικά απαγορευμένο (αμφισβήτηση ενός νομικού πλαισίου δανειακής σύμβασης, κ.λπ.). Στις λιγότερο συμπαθούσες αναπαραστάσεις, το παιδί είναι ανεύθυνο, θρασύ και αρνείται την πραγματικότητα.

Είναι πραγματικά αδύνατον να αγνοήσει κανείς πως οι παραπάνω σημασιοδοτήσεις πατούν σε ιδεολογικά και αισθητικά μοτίβα του 19ου και 20ού αιώνα. Σε σκίτσα, για παράδειγμα, αγγλικών εφημερίδων των αρχών του 19ου αιώνα, η Ελλάδα απεικονίζεται ως φιγούρα ενός αρματολού ο οποίος όμως είναι μικρότερος σε μέγεθος (σαν παιδί) σε σχέση με τις (ενήλικες) φιγούρες που αντιπροσωπεύουν τις «Μεγάλες Δυνάμεις». Είτε εκφέρεται με ενθουσιασμό είτε με απόρριψη, η πρόσληψη, στον αγγλόφωνο δυτικό κόσμο, της ελληνικής «επαναστατικότητας» προσδίδει σε αυτήν στοιχεία απερισκεψίας, παρατολμίας και εντέλει παιδικότητας. Αυτά τα χαρακτηριστικά αναπαρίστανται ως αντίθετα σε μια σημειολογική σφαίρα σύνεσης, αποδοχής και σοβαρότητας στην οποία (θεωρούν ότι) κατοικούν οι παραγωγοί αυτών των αναπαραστάσεων.

Ασφαλώς, η ελληνική περίπτωση δεν αποτελεί εξαίρεση. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι οι εξεγέρσεις Ινδών αγροτών στον 19ο αιώνα, γίνονταν αντικείμενα αφήγησης από διάφορες ηγεμονικές δυνάμεις με τρόπο που τις παρομοίαζε με άγρια φαινόμενα της φύσης (π.χ. σεισμούς, μπόρες, κ.λπ.), κάτι που στερεί από τις εξεγέρσεις την ιδέα της ρεαλιστικής και στοχευμένης δράσης (βλ. το έργο του Ranajit Guha). Θα ήταν όμως απλοϊκό να σταματήσω την ανάλυση εδώ, επαναλαμβάνοντας το προφανές πλέον μάθημα του Έντουαρντ Σαΐντ, ότι στις αναπαραστάσεις Άλλων (της «Ανατολής», περιθωριακών ομάδων εντός της κυρίαρχης κοινωνίας κ.λπ.) ενυπάρχουν δυναμικές εξουσίας οι οποίες παράγουν τους Άλλους ως αντικείμενα υπό την ισχύ των γραφόντων (και των καθεστώτων που αυτοί εκπροσωπούν).

Η διαπίστωση αυτή πρέπει να πλαισιωθεί από ανάλυση για το τι είδους ταυτίσεις και υποκειμενοποιήσεις βιώνουν αυτοί «οι Άλλοι» για τους οποίους παράγονται οι διάφοροι ηγεμονικοί λόγοι. Αυτό το βήμα θα ήταν σημαντικό για να μην καταλήξουμε σε ένα απλό κατηγορώ της ιδεολογικής ηγεμονίας των πολιτικών «κηδεμόνων». Αντίθετα, πρέπει να διαφωτιστεί ο τρόπος με τον οποίο το ελληνικό πολιτικό φαντασιακό ενσωματώνει και αναπαράγει τους ρόλους τους οποίους διανέμουν οι διάφορες κυρίαρχες δυνάμεις.

Αποτελεί παλιά διαπίστωση των μελετών της αποικιοκρατίας ότι συχνά σε συνθήκες συμβολικής (αλλά και σωματικής/άμεσης) βίας οι κυριαρχούμενοι ενδοβάλλουν τη λογική αυτών που ορίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, και παράγουν εις βάρος τους την ταυτότητα που ορίζει για αυτούς η κυρίαρχη ματιά[1] (βλ. το έργο του Φραντς Φανόν). Και ενώ μπορεί να εντοπίσει εθνογραφικά κανείς σε τοπικό επίπεδο στιγμές και πρακτικές που καταδεικνύουν τις αμφισημίες και ατέλειες αυτού του είδους της ηγεμονίας, στο παρόν εθνικό πλαίσιο, το μοντέλο αυτό φαίνεται να θριαμβεύει με άτεγκτη συνέπεια. Θα λέγαμε λοιπόν ότι δεν είναι μονάχα εξωγενής η ματιά που θέτει τους Έλληνες ως παιδιά. Η θεώρηση αυτή αποτελεί κομμάτι ενός κοινωνικού φαντασιακού στην Ελλάδα, το οποίο μερικώς συμμερίζονται άνθρωποι διαφορετικών πολιτικών θέσεων.

Η πρώτη ένδειξη ότι ακόμα και η «εξεγερμένη» ελληνική πρακτική δεν καταφέρνει να απαλλαγεί από το βάρος της δυναμικής την οποία περιγράφω είναι το άγχος για το «πώς φάνηκε ο Τσίπρας» ή και κάθε εκδήλωση διαμαρτυρίας ακόμα και από αυτούς που δεν συμφωνούν με την κριτική ενάντια στα «αγγλικά του Τσίπρα». Υπάρχει στην Ελλάδα μια επιθυμία νομιμοποίησης των πράξεων που επιτελεί κανείς μέσω της επιβράβευσης που θα δώσουν αυτοί οι οποίοι παρακολουθούν και διαμορφώνουν κυρίαρχο ρόλο στη σφαίρα των παγκόσμιων αναπαραστάσεων. Ακόμα και μια λυσσαλέα αντίδραση ενάντια στο επιχείρημα ότι «τα αγγλικά του Τσίπρα» τον εκθέτουν ως μη Ευρωπαίο (και άρα ως οπισθοδρομικό, φαιδρό κ.λπ.) δεν ξεφεύγει λοιπόν από την ιδεολογία που αναγνωρίζει στην ευρωπαϊκότητα τον πρώτο λόγο και πάντοτε ζυγίζει την ελληνική πρακτική βάσει του πόσο ταιριάζει σ’ αυτήν την κατηγορία.

Θεμελιώδεις εξελικτικές λογικές του λόγου περί ευρωπαϊκότητας ξεπηδούν κάθε φόρα που αναγνωρίζει κάποιος ότι «είμαστε πίσω», φράση που μπορεί να ταιριάξει με ρητορικά παράπονα ανθρώπων με τελείως διαφορετικές ιδιότητες. «Πίσω» στις τέχνες, στον σχεδιασμό πόλεων, στην τεχνολογία, στην ιατρική, στις υπηρεσίες, στις αντιλήψεις περί φύλου. Το φάσμα είναι πολύ ευρύ και χωρά τα πάντα.

Η άλλη πτυχή της δουλικής λατρείας της ευρωπαϊκότητας είναι η βίαιη αποκήρυξη της κηδεμονίας με τρόπο που τελικά παράγει τη θυμηδία αυτών που ορίζουν τις «ιεραρχίες αξιών σε παγκόσμιο επίπεδο» [2]. Αυτό το δίπολο λατρείας και βίαιης αποκήρυξης παρατηρεί κανείς σε μία σειρά πρόσφατων πρακτικών και κριτικών, και εδώ μπορεί να χωρέσει κανείς και το «μαντάμ Μέρκελ» του ίδιου του Τσίπρα. Στα πρόσφατα σχόλια, για παράδειγμα της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ (στα οποία οι Έλληνες αναπαρίστανται ως η κακομαθημένη εκδοχή διαφόρων παγκόσμιων πληθυσμών-«παιδιών»), κάποιοι Έλληνες χρήστες του διαδικτύου ανταπάντησαν με αναρτήσεις, που
δανείζονται το επιθετικό ιδίωμα για το οποίο έκανα λόγο παραπάνω, σε σχέση με τις «γηπεδικές» επιτελέσεις ενάντια στη Γερμανία. Ακροβατώντας ανάμεσα στο παλιό μοτίβο του «όταν εμείς χτίζαμε Ακροπόλεις, εσείς ήσασταν στα δέντρα» και μια σεξουαλικοποιημένη/σεξιστική επιθετικότητα (που μιλά για την εμφάνιση της εν λόγω γυναίκας ή προβλέπει/απειλεί για το τι θα της συμβεί όταν έρθει στην Ελλάδα), οι αποκηρύξεις αυτές αναπαράγουν τη συμβολική υποτέλεια αυτών που τις εκστομίζουν. Οι ίδιοι τοποθετούν εαυτούς σε μια θέση η οποία αποτελεί το αντικείμενο γελοιοποίησης όχι μόνο από τους πιθανούς «Ευρωπαίους» αναγνώστες αλλά πρωτίστως από μερίδα Ελλήνων οι οποίοι θα διακρίνουν στις αντιδράσεις αυτές οπισθοδρομικό εθνικισμό (καθώς δεν συνάδει με την αστική αισθητική την οποία επιδιώκουν οι τελευταίοι, βλ. σχετικές αναρτήσεις στο περιοδικό Lifo). Φυσικά, οι ίδιοι Έλληνες κριτές ίσως νιώσουν και ανομολόγητη ικανοποίηση με τα σχόλια αυτά (όπως τόνισα και παραπάνω) τα οποία και πιθανώς θα αναπαράγουν στέλνοντάς τα ηλεκτρονικά στους φίλους τους («κοιτά ρε τι γράφουν τα άτομα στην Λαγκάρντ!»).

Μια παρόμοια −αλλά διαφορετική στην αισθητική και επιτέλεσή της− άμυνα ελληνικότητας παρατηρήθηκε στο βίντεο του youtube όπου μια νεαρή ηθοποιός, ελληνοαμερικάνικης καταγωγής, αμύνεται (στην αγγλική γλώσσα) κατά των «στερεότυπων» που βαραίνουν τους Έλληνες καταφεύγοντας σε μια υστερική αφήγηση των προτερημάτων της «Ελλάδας» (η οποία ως «μυθοποιημένο» σύμπλεγμα συνδέει τον ήλιο, τη θάλασσα με την αρχαία φιλοσοφία και την έννοια της «ελεύθερης αγοράς»). Το εν λόγω βίντεο επέσυρε δριμείς και συχνά σεξουαλικοποιημένες, εν μέρει, κριτικές (καθώς η ηθοποιός ενσωμάτωνε την ιδέα μιας ερωτικής κλιμάκωσης στην παθιασμένη αγόρευσή της υπέρ του έθνους), οι οποίες και αυτές με τη σειρά τους εντάσσονται στη συζήτησή μου περί πολιτισμικής αποικιοκρατίας. Αυτοί που χυδαιολογούσαν εναντίον της ηθοποιού αποκλήθηκαν «κάφροι» (όρος που αναπαράγει την ιεραρχική λογική της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας) από τους θιασώτες του εγχειρήματος, ενώ το ίδιο το βίντεο υπέστη κριτική από άλλους διότι δανειζόταν την αφηγηματική και αισθητική δομή ενός παρόμοιου βίντεο που φτιάχτηκε πρώτα στον Καναδά. Η διαπίστωση αυτή τόνιζε και πάλι πόσο «πίσω» είμαστε, αφού η ίδια η άμυνα υπέρ του έθνους κατέφευγε σε ένα ιδίωμα που πρωτοφτιάχτηκε στην («πιο ανεπτυγμένη») Δύση.

Η οξεία πραγματικότητα σήμερα είναι τέτοια που η βίαιη (ή υστερική) άμυνα μπορεί να αποτελέσει για πολλούς το μόνο παροδικό καταφύγιο όταν συναντά κανείς κριτικές περί Ελλήνων ως απατεώνων, «παιδιών» ή τεμπέληδων, ιδίως στο «εξωτερικό» και ιδιαίτερα εντός «κρίσης», όπου η αίσθηση ότι οι Έλληνες περνάνε ηθικό και πολιτισμικό τεστ έχει ενισχυθεί. Κι εδώ συναντά κανείς το παράδοξο ότι απέναντι σε κριτικές εναντίον των Ελλήνων, άνθρωποι που διακηρύττουν εντός Ελλάδας συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις (π.χ. εναντίον της «διαφθοράς» του Δημοσίου) συνασπίζονται στρατηγικά κόντρα στην «ξένη ματιά» με αυτούς τους Έλληνες στους οποίους πολιτικά αντιτίθενται. Ο συνασπισμός αυτός συνήθως καταφεύγει σε ένα εννοιολογικό ρεπερτόριο που, μέσω της οργισμένης αποκήρυξης, προσφέρει στιγμιαία ικανοποίηση.

Ένα από τα συμπεράσματα που βγαίνουν εδώ είναι ότι είναι τρομερά δύσκολο να παρακάμψει κανείς την ενσώματη εθνική ιδεολογία, καθώς η εθνική ταυτότητα είναι το θεμελιώδες στοιχείο με το οποίο εισέρχεται κανείς στην παγκόσμια ιεραρχία αξιών. Ακόμα και ο πιο συνεπής θιασώτης της ιδέας των ταξικών (και μη εθνικών) συνασπισμών βάλλεται όταν συναντά την (ενίοτε κανιβαλική) δριμύτητα, ιδίως μη Ελλήνων, ομιλητών που επιτίθενται στην «Ελλάδα» για την εγγενή οπισθοδρομικότητα και τεμπελιά της. Οι ομιλητές αυτοί ξυπνούν βαθιά αντανακλαστικά κόντρα στην κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούν επιχειρήματα τα οποία αποτελούν καθημερινές αναλυτικές κατηγορίες για τους Έλληνες πολίτες (π.χ. οι ιδέες περί τεμπελιάς και οπισθοδρομικότητας εκστομίζονται ως κατηγορίες εντός της χώρας σε καθημερινό επίπεδο, σε ουρές των δημόσιων υπηρεσιών, σε χώρους στάθμευσης και πάει λέγοντας).

Εν κατακλείδι, μετά από κάποια χρονική περίοδο όπου το άγχος περί ευρωπαϊκότητας είχε υποστεί απώθηση, εν μέσω μιας πλαστής περιόδου ανάπτυξης, σήμερα επιστρέφει δριμύτερο από ποτέ, έχοντας να διαπραγματευτεί δραματικές υλικές και ιδεολογικές συνθήκες. Η συζήτηση στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα εντός των εννοιολογικών ορίων που τίθενται από τους κυρίαρχους μηχανισμούς σημασιοδότησης (και σ’ αυτούς συμπεριλαμβάνονται και πεποιθήσεις που φέρουν τον μανδύα της ριζοσπαστικότητας). Η συζήτηση τείνει να υπενθυμίζει τη δυσχέρεια ενός έθνους κράτους το οποίο συγκροτήθηκε πολιτικά και ιδεολογικά μέσα σε συνθήκες κηδεμονίας οι οποίες κληροδοτούν πολιτισμικές και ψυχικές δυναμικές που επώδυνα επανεγγράφουν συμβολική υποτέλεια στην εμπειρία εθνικών υποκειμένων των αρχών του 21ου αιώνα.


1. Μια εκδοχή αυτής της αντίληψης έχει εκφραστεί στην ελληνική εθνογραφία στα έργα των Argyrou (2002) «Tradition, Modernity and European Hegemony in the Mediterranean», Journal of Mediterranean Studies, 12(1), σ. 23-42 και Herzfeld (2002) «The Absent Presence: Discourses of Crypto-Colonialism», The South Atlantic Quarterly, 101 (4), σ. 899-926.

περ. λεύγα, τ. 8 (Σεπτ. 2012), 36-39.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου