Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Άννα-Μαρία Πισκοπάνη: «Αντί μιας γαϊδουρινής υπομονής, μια γαϊδουρινή ελπίδα»

Σε λιγότερο ενδιαφέροντες καιρούς, ο χρόνος απασχολεί τους ανθρώπους στις αρχές ενός νέου έτους, ή όταν καλούνται να πάρουν αποφάσεις με μακροχρόνιες συνέπειες, ή όταν πρέπει να αποδεχτούν γεγονότα της ζωής, όπως μεγάλες απώλειες, που τους υπενθυμίζουν την ανθρώπινη περατότητα. Αντίστοιχα, ο χρόνος απασχολεί τις κοινωνίες όταν καλούνται να πάρουν αποφάσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα, κατά τη διεξαγωγή εκλογών ή, κατ’ εξαίρεση, για τη διαχείριση έκτακτων γεγονότων, όπως η χρεοκοπία ή ο πόλεμος· τότε αναθεωρούν, αναπροσαρμόζονται και καταρτίζουν σχέδια με γνώμονα το μέλλον. Τα δύο τελευταία χρόνια, ενόψει της παγκόσμιας κρίσης, οι συζητήσεις για το υποκειμενικό και το συλλογικό μέλλον είναι πιο έντονες και συχνές από ποτέ, ενώ πολλοί, ειδικά από τη γενιά των σημερινών τριαντάρηδων, ήρθαν αντιμέτωποι με την απρόσμενη συνειδητοποίηση του πόσο άρρηκτα συνδεδεμένα είναι αυτά τα δυο.

Σε ένα κείμενο εξαιρετικά επίκαιρο αν και γραμμένο στις αρχές του 1970, ο Άγγλος κοινωνικός ψυχολόγος Τζων Κοέν μιλά για τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τον χρόνο δίνοντας έμφαση όχι στον παρελθόντα χρόνο, όπως συνηθίζουν οι ψυχολόγοι, αλλά στον μέλλοντα.[1] Το μέλλον, λέει, το βαραίνουν τυχαιότητες που για να τις εκλογικεύσουμε επινοούμε μηχανισμούς. Σε θεοκρατικές κοινωνίες, οι άνθρωποι επιχειρούσαν να μαντέψουν τη βούληση των θεών για να μάθουν το ατομικό αλλά και το συλλογικό τους μέλλον. Πλέον οι άνθρωποι, αποδεχόμενοι την τυχαιότητα, επιχειρούν να προβλέψουν το μέλλον τους υπολογίζοντας πιθανότητες και κάνοντας σχέδια που ελπίζουν ότι δεν θα ανατραπούν.

Η ελπίδα πρόσφερε έναν άλλο δρόμο στον άνθρωπο για να τιθασεύσει το μέλλον και την αβεβαιότητά του. Τις επιλογές του για το μέλλον τις κάνει πια βασισμένος στην ελπίδα. Η ελπίδα εμφανίζεται σε δυο μορφές, οι οποίες σκιαγραφούν δυο τύπους ανθρώπων: αυτούς που επιθυμούν να μειώσουν τα δεινά τους κι εκείνους που εύχονται να αυξήσουν τις χαρές τους. Οι κρατικές πολιτικές, με την αρωγή των ΜΜΕ, συχνά υποδεικνύουν στους πολίτες την πιο συνετή επιλογή. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1980, η επίσημη πολιτική σε όλο τον δυτικό κόσμο ενθάρρυνε την αποταμίευση. Στις μνήμες των σημερινών τριαντάρηδων υπάρχει η θύμηση των πιο «σοβαρών» παιδικών δώρων τους: ένας κουμπαράς για να μάθει το παιδί από νωρίς την αξία της αποταμίευσης, ένας λογαριασμός στο ταχυδρομικό ταμιευτήριο με ένα πρώτο μικρό ποσό προς αξιοποίηση στο μέλλον, διαφημίσεις στην τηλεόραση που έσπερναν τον σπόρο της οικονομίας στα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία συνήθως γνώριζαν καλά από δεινά και ήθελαν πάση θυσία να τα μειώσουν.

Τις επόμενες δεκαετίες, η κρατική πολιτική μετακινείται, από την αποταμίευση και την επένδυση στο μέλλον, στην επένδυση στο παρόν με υποθήκη το μέλλον. Η εκτεταμένη δανειοδότηση για απόκτηση κατοικίας, για αγορά ακριβών καταναλωτικών προϊόντων, ακόμα και για ολιγοήμερες διακοπές, προπαγανδίστηκε από την τηλεόραση, προωθήθηκε με κάθε μέθοδο του σύγχρονου μάρκετινγκ και τελικά έγινε κοινωνικά αποδεκτή. Η ελληνική κοινωνία, από κοινωνία που επένδυε στην ασφάλεια, στο «κάτι να υπάρχει για τα στερνά μας, για τη δύσκολη ώρα», μετατράπηκε σε μια κοινωνία που επένδυε στην απόλαυση, στη μετάθεση κάθε δυσκολίας σε ένα μακρινό μέλλον και στην πίστη σε μια αέναη ανάπτυξη, σε μια διαρκή αύξηση των εσόδων. Επίσημα, και οι δυο πολιτικές έχουν στόχο την καλύτερη δυνατή κατανομή των πόρων αλλά, ωθώντας τα άτομα σε δήθεν προσωπικές επιλογές,
έχουν έναν απώτερο στόχο: το κέρδος. Στην πρώτη περίπτωση, της αποταμίευσης, κερδίζουν οι ασφαλιστικές εταιρείες και οι τράπεζες· στη δεύτερη, το χρηματιστήριο και οι αγορές που κινούνται με πλαστικό χρήμα. Τόσο οι συνετές όσο και οι ασύνετες προσωπικές επιλογές μεταφράζονται σε κέρδος, αρχικά για τα κράτη και πλέον για το παγκόσμιο δικτυωμένο οικονομικό σύστημα.

Μια σειρά από διλήμματα-τεστ μπορούν να δείξουν πόσο σύνθετο είναι τελικά να διαλέξει κανείς τρόπο για να μειώσει τα δεινά και να αυξήσει τις χαρές του. Το δίλημμα τίθεται ως εξής: «μπορεί κανείς να διαλέξει μεταξύ ενός χρόνου στην κόλαση και μετά εννιά χρόνων στον παράδεισο ή χιλίων χρόνων στην κόλαση και εννιά χιλιάδων στον παράδεισο»; Δεν υπάρχει τρίτη εκδοχή· αν δεν διαλέξετε ένα από τα δυο, θα μείνετε για πάντα στην κόλαση. Πρόκειται στην πραγματικότητα για το ερώτημα αν προτιμά κανείς μικρότερη προστασία και μικρότερη ανταμοιβή ή μεγαλύτερη προσπάθεια και μεγαλύτερη ανταμοιβή.

Ένα αντίστοιχο δίλημμα τέθηκε αρχικά στην ελληνική κοινωνία. Το δίλημμα είχε ως εξής: «θέλετε να γίνετε Αργεντινή ή να δανειστείτε από τους εταίρους με ανταλλάγματα»; Θέλετε για δέκα χρόνια να γυρίσετε τριάντα χρόνια πίσω και μετά να έχετε ελπίδα να ανασυγκροτήσετε τη χώρα σας, ή θέλετε μια αργή αλλά βέβαιη υποβάθμιση της ζωής σας, αλλά το μεγάλο βάρος να μεταβιβαστεί στις επόμενες γενιές; Τι μπορεί να δημιουργήσει την προσδοκία καλύτερων ημερών; – Η επίσημη απάντηση ήταν: η ανάπτυξη. Αν και τα δάνεια δεν δίνονταν ως έστω πρόσκαιρες χαρές, αλλά για να αποπληρωθούν παλιότερα δάνεια, υπήρχε ωστόσο ακόμα η ελπίδα ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της. Συγχέοντας τις προσωπικές με τις συλλογικές επιλογές, η κοινή γνώμη ενδόμυχα έτεινε προς το δεύτερο. Η ελληνική κοινωνία άργησε να αντιδράσει, εθισμένη προσωπικά και συλλογικά σε μια αέναη δανειοδότηση, σε μια μετάθεση στο μέλλον οποιασδήποτε δυσάρεστης κατάστασης. Ένα στα δύο ελληνικά νοικοκυριά είναι χρεωμένο, λένε οι στατιστικές – και η μέθοδος της εκ νέου δανειοδότησης για να αποπληρωθούν παλιότερα δάνεια ήταν οικεία σε κάποια από αυτά.

*


Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν και η ελπίδα απομακρύνεται, κερδίζει έδαφος το ισοδύναμό της, ο φόβος. Όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιλέξουν αυτό που μπορεί να τους δώσει ελπίδα, επιλέγουν εκείνο που τους προξενεί μικρότερο φόβο. Το δίλημμα τίθεται πλέον ως εξής: θα προτιμούσατε μια πιθανότητα στις δέκα να μείνετε δέκα χρόνια στην κόλαση ή μια πιθανότητα στις εκατό να μείνετε εκατό χρόνια στον κόλαση; Τι προτιμάτε: τη δραχμή που θα σας απαλλάξει από πιστωτές και επιτήρηση, από διαρκώς νέα μέτρα και εθνική υποτίμηση, ή το ευρώ που θα σας απαλλάξει από τη βαλκανοποίηση, την άμεση ερήμωση από νέους ανθρώπους, τη φτώχεια (κυρίως το
πρώτο διάστημα), αλλά με το επιτόκιο συνεχώς να αυξάνεται, να γίνεται δυσβάστακτο, χωρίς να υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο αν κάτι πάει στραβά; Ενώ πριν παζαρεύαμε τα δεινά προσδοκώντας σε
κάποια οφέλη, τώρα παζαρεύουμε μεταξύ δεινών.

Τα μέχρι πρότινος αόρατα νήματα που συνέδεαν τις προσωπικές επιλογές κι ελπίδες με τις επίσημες πολιτικές είναι πλέον ορατά. Νέα παραπλήσια διλήμματα τίθενται τώρα και σε προσωπικό επίπεδο. Τι επιλέγεις: να ζεις στο νοίκι, σε σπίτι κατώτερο των προσδοκιών σου, ή να ζεις με τον διαρκή φόβο ότι θα σου πάρουν το σπίτι γιατί δεν κατόρθωσες να αποπληρώσεις μια δόση του στεγαστικού δανείου σου; Σε δύσκολες περιόδους, η ελπίδα αναζητείται με μεγαλύτερη ένταση όχι μόνο σε συλλογικό επίπεδο αλλά και σε ατομικό, συχνά με τους ίδιους όρους ενός διχαστικού πλέγματος επιλογών. Να μείνω ή να φύγω; Να δυσκολευτώ τα πρώτα χρόνια στο εξωτερικό και μετά να απολαύσω τους καρπούς των κόπων μου ή να μη χάσω τη βολή μου, ρισκάροντας σε ένα παγκόσμια αβέβαιο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο, αλλά να μην ονειρεύομαι καλύτερες μέρες; Κάποιοι προτείνουν ένα νέο δίλημμα: άστυ ή επαρχία; Η ελληνική επαρχία φαντάζει ως μια νέα ουτοπία, εντός αλλά κι εκτός της κοινωνίας. Η φυγή στη φύση, η επιστροφή στη γη, στην τέχνη του παππού ή του πατέρα, αποτελεί για κάποιους μια νέα εκκίνηση, κάτι σαν κληρονομιά ενός πλούσιου παρελθόντος, μιας παράδοσης που αφέθηκε ανυπόθηκη και ανεκποίητη. Δεδομένου ότι κανείς δεν ξεφεύγει από τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της χώρας στην οποία ζει και συναλλάσσεται, θα επιβεβαιωθούν οι ελπίδες ότι οι νέες εστίες θα γίνουν κοιτίδες/σπόροι δημιουργίας και υγιούς παραγωγικότητας ή μήπως θα διαψευστούν ως μια άκυρη εκκίνηση; Τις δόσεις σε αυτό το εκρηκτικό κοκτέιλ οδύνης-ηδονής τις επιλέγει καθένας μόνος του.

Οι απαντήσεις σε αυτά τα διλήμματα εξαρτώνται από το ποια λύση θα θεωρηθεί ή θα παρουσιαστεί ως η πιο συνετή ή, για την ακρίβεια, από το ποιος φόβος θα θεωρηθεί ο πιο άμεσος προς αποφυγή. Το ζαλιστικό σούσουρο των διλημμάτων παρ’ ολίγον να συνοψιστεί σε μια ερώτηση και να τεθεί στους πολίτες υπό μορφή δημοψηφίσματος. Όμως το ερώτημα που θα συμπύκνωνε ατομικά και προσωπικά διλήμματα τελικά δεν διατυπώθηκε: είχε μόνο μια αόριστη μορφή, «νέο μνημόνιο ή…;». Διαφορετικές εκδοχές του διατυμπανίζονταν από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, με κύρια εκείνη του διλήμματος «ευρώ ή δραχμή». Αυτό το τελευταίο δίλημμα βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής για αρκετό διάστημα. Στις τηλεοπτικές συζητήσεις, τα κυβερνητικά στελέχη αρνούνταν να απαντήσουν στις σχετικές δημοσιογραφικές ερωτήσεις, λέγοντας ένα ξερό «δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα» ή «είναι κακό ακόμα και να συζητάμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, καθώς επιβαρύνουμε τη θέση μας». Ώσπου, από το θολό φόντο μιας συζήτησης, το ζήτημα ήρθε σε πρώτο πλάνο.

Πενήντα-πενήντα έδειχναν οι πρώτες δημοσκοπήσεις για το δημοψήφισμα. Η τελική απάντηση θα εξαρτιόταν από τη μετάφραση που θα δινόταν σε προσωπικό επίπεδο, από το τι θα θεωρούσε ο καθένας ότι θα σήμαινε η απάντησή του για το δάνειο, για τη δουλειά, για τη ζωή του εν γένει. Αυτή την απάντηση, ενδόμυχα πολλοί τη φοβήθηκαν, γιατί λίγοι είχαν εμπιστοσύνη στην ωριμότητα, στην ψύχραιμη σκέψη των πολιτών, πόσο μάλλον στις δυνατότητες χειραφέτησής τους μέσω μιας σοβαρής ενημέρωσης κι ενός έντιμου πολιτικού λόγου. Το δημοψήφισμα αποτράπηκε με εξωτερική παρέμβαση. Μέσα σε λίγες ώρες, το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» μετατράπηκε στο δίλημμα-μη δίλημμα «ευρώ ή χάος». Ομοίως αποτράπηκαν και οι εκλογές, και μαζί τους η απά ντηση σε ένα νέο πολιτικό δίλημμα αναφορικά με τον καταρρέοντα δικομματισμό. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας «επιλέχθηκε» ως η πιο συνετή επιλογή. Μια αδύναμη κυβέρνηση, χωρίς λαϊκή εντολή, ορίστηκε προκειμένου να αποφευχθεί το «δυσοίωνο άγνωστο», τα «αχαρτογράφητα νερά». Η ανάγκη αποτροπής αυτού του εξαιρετικού κινδύνου δεν απαιτούσε πια θυσίες σε δόσεις, αλλά ένα αντίστοιχο μεγάλο τίμημα.

Ζούμε πλέον μια νέα διολίσθηση των προσδοκιών. Τα διλήμματα αποκτούν ολοένα πιο δαιδαλώδη μορφή. Νέα επώδυνα μέτρα ή εκλογές που οδηγήσουν σε μια εκτεταμένη περίοδο ακυβερνησίας, καθώς οι πολίτες δεν θα μπορέσουν να απαντήσουν ποιο από τα κόμματα εξουσίας προτιμούν, με αποτέλεσμα να επιστρέψουμε ξανά στο δίλημμα «σωτηρία με κάθε τίμημα ή χάος»; Το συλλογικό υποκείμενο δεν προσδοκά πια· υπομένει. Αντί η κοινωνία να θέτει αιτήματα για την εκπλήρωση των εφικτών στόχων και αναγκών της, καλείται να απαντά σε συνεχώς πιο δυσοίωνα και δυσεπίλυτα διλήμματα. Από την άλλη, το σχέδιο για το συλλογικό μέλλον που έχει επιλεγεί με γνώμονα τη σύνεση μόνο συνετό δεν είναι. Η σύνεση επιβάλλει όταν μια πράξη απαιτεί ένα τίμημα, να διασφαλίζεται και η διάρκεια του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Πρέπει να προσδιορίζεται κάθε φορά με σαφήνεια ότι κάθε μέτρο είναι κατάλληλο για τον στόχο, ανάλογο των θυσιών αλλά και ικανό να φέρει βέλτιστα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου· διαφορετικά, το σχέδιο σωτηρίας ούτε φόβους αποτρέπει ούτε παράθυρα ελπίδας ανοίγει.

Η κατάσταση στην οποία άνθρωποι και κοινωνίες νιώθουν ασφυκτικά δεσμευμένοι από κατασκευασμένα διλήμματα, που υπηρετούν συγκεκριμένες πολιτικές, δεν είναι νέα. Διχαστικά διλήμματα έμπαιναν σε διάφορες περιόδους στην ιστορία. Ο Κοέν γράφει στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για το δίλημμα μεταξύ κομμουνισμού και φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας. Τότε, και τα δυο αντίπαλα στρατόπεδα ζητούσαν από τις κοινωνίες να ανεχθούν παραβιάσεις δικαιωμάτων για να αποφύγουν τον κίνδυνο η καθεμιά να μετατραπεί στην άλλη. Μια πιθανότητα που, όπως προβαλλόταν από την κάθε επίσημη πολιτική, ισοδυναμούσε με τον ύψιστο κίνδυνο, σχεδόν με ολοκληρωτική καταστροφή. Ποια είναι η λύση για να βγει κανείς από τα διχαστικά, εξωτερικά κατασκευασμένα διλήμματα; Ο Κοέν κλείνει το κείμενό του λέγοντας ότι οι πολιτικές αυτές έχουν ως πρότυπο ανθρώπου, ως αποδέκτη των διλημμάτων τους, τον γάιδαρο του Μπουριντάν, ένα άβουλο πιόνι που στο τέλος αναγκάζεται να υποκύψει στην ξένη βούληση. Προτείνει να τον αντικαταστήσουμε με τον γάιδαρο του Βαλαάμ, που όταν βρέθηκε σε θανάσιμο κίνδυνο, κατόρθωσε να τον νικήσει ανακαλύπτοντας την άγνωστη μέχρι τότε ικανότητά του να επικοινωνεί και να φωνάζει για να ακουστεί. Όταν βρήκε τη δική του φωνή, βρήκε δύναμη και ελπίδα. Γιατί η απελπισία δεν είναι το ίδιο με το να ζεις χωρίς ελπίδα, και γιατί, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, χωρίς ελπίδα θα ήταν αδύνατο να βρούμε το ανέλπιστο. Σε καιρούς διάχυτης προσωπικής και συλλογικής απελπισίας, σε αυτά τα δυο, τις άγνωστες ικανότητές μας και το ανέλπιστο, θα μπορούσαμε να στηρίξουμε τις ελπίδες μας για τον νέο χρόνο.

* * *


Σημειώσεις

[1]Τζων Κοέν, «Ο άνθρωπος, ο χρόνος και το τυχαίο», αρχικά δημοσιευμένο στα πρακτικά της συνάντησης του Ρουαγιομόν με τίτλο Problèmes de la personne, Mouton, Παρίσι 1973· ελλ. μτφρ. Μαβίνα Πανταζάρα, στον συλλογικό τόμο Πανόραμα του προσώπου, επιμ. Ντίνα Σαμοθράκη, Αρμός, Αθήνα 2000, σ. 82-93.^

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου