Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Αλέξης Φαρμάκης, Ιουλία Δημητρίου: Μία πόλη, μία ομάδα, μία τάξη

Το ποδόσφαιρο είναι το τελευταίο λαϊκό, μαζικό κίνημα[*]

Μιας και η εμφάνιση του φαινομένου στην Ελλάδα αποτελεί άλλη μια καθυστερημένη καινοτομία, ας ξεκινήσουμε με σχετικά καινοτόμες ερωτήσεις: Πόσοι τρόποι υπάρχουν να αποκτήσει ένας επιχειρηματίας λαϊκό έρεισμα εν ζωή (μετά θάνατον υπάρχουν και τα ιδρύματα), ποιο θα ήταν το πρόγραμμα 100 ημερών του κόμματος Βγενόπουλου αν γινόταν κυβέρνηση, ποιος έπαιζε αριστερό μπακ στη Δόξα Δράμας στο πρωτάθλημα του 1981 όταν η χώρα έγινε σοσιαλιστική, γιατί γυρίζει το μπούμερανγκ;


Η πολιτική διάσταση του ποδοσφαίρου, ακριβέστερα η πολιτική εκμετάλλευση του παιχνιδιού από την εξουσία, είναι τόσο παλιά όσο και το ίδιο. Από το μήνυμα «νίκη ή θάνατος» του Μουσολίνι στην ομάδα του Βιτόριο Πότσο (Μουντιάλ 1934, Ιταλία), στο Μουντιάλ του στρατηγού Βιντέλα (1978, Αργεντινή) όπου στα γήπεδα έφτανε ο ήχος των ελικοπτέρων που φτερούγιζαν για να αδειάσουν πτώματα των Desaparecidos στον Ατλαντικό),[1] μέχρι και την πιο οικεία προπαγανδιστική αξιοποίηση από τη χούντα της πορείας του Παναθηναϊκού ως τον τελικό του Γουέμπλεϊ το 1971, η ιστορία είναι επαναλαμβανόμενη και η μεθοδολογία λίγο πολύ κοινή. Η αναπαράσταση μιας «μάχης εθνικών σχολών» που εξωράιζε τα υλικά πεδία των εθνικών ανταγωνισμών και η οποία σήμερα φαίνεται γραφική και ανακαλείται σε ασπρόμαυρες εικόνες. Κυβερνήσεις και καθεστώτα που επένδυαν στη μπάλα για να κερδίσουν χρόνο, ενίοτε και τα κεφάλια των επικεφαλής τους, και η ευρεία διασπορά μιας ανεκδοτολογικής φυλετικής ρητορικής με στοιχεία καφενειακής ανθρωπολογίας (πείσμονες Γερμανοί εναντίον πονηρών Ιταλών, σπάταλοι Βραζιλιάνοι εναντίον κυνικών Αργεντίνων, το «χέρι του Θεού» ως συμβολική τιμωρία της βρετανικής αποικιοκρατίας κ.λπ.). Η ιστορία αντιπαλότητας μετέφερε τον εθνικό, τον τοπικό και τον κοινωνικοπολιτισμικό ανταγωνισμό σε ένα πεδίο συμπύκνωσης όπου οι απώλειες ήταν πάντα διαχειρίσιμες εντός του θεάματος και το θέαμα ήταν πάντα το μερικό αντικείμενο μιας συλλογικής μυθοπλασίας. Στα γήπεδα παίζονταν αρκετά περισσότερα απ’ όσα φαίνονταν στο χορτάρι, αλλά όσα «παίζονταν» εκτός ποτέ δεν κρίθηκαν από όσα γίνονταν στο γήπεδο.

Ας πούμε ότι αυτή είναι μια συνοπτική σκιαγράφηση της «ρομαντικής» και της «υστερορομαντικής» σχέσης του ερασιτεχνικού και του πρώιμου επαγγελματικού ποδοσφαίρου με την πολιτική, κατά την εποχή των «αυτοκρατοριών, των εθνικών ανταγωνισμών και των τοπικών θρύλων». Μετά από αυτή την πολυτάραχη εφηβεία ήρθε η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, η υπόθεση Μποσμάν, οι πολυεθνικές ομάδες, η πολυεθνική ιδιοκτησία, η εκτίναξη των τηλεοπτικών δικαιωμάτων και της προβολής του προϊόντος, η ανάγκη ευέλικτου αλλά ρυθμιστικού θεσμικού πλαισίου, οι μαζικές επενδύσεις, οι ασιατικές τηλεοπτικές αγορές, η αφρικανική αρένα ταλέντων, η επίκληση διαφάνειας, η έμπρακτη αντιμετώπιση του χουλιγκανισμού, τα ακριβά εισιτήρια, το εταιρικό συμβόλαιο με το αναβαθμισμένο κοινό των πελατών. Ήρθε η ενηλικίωση, η πολιτική ορθότητα και μαζί τους η άμεση διείσδυση και κατοχύρωση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, του νέου υπερεθνικού υποπροϊόντος, στον παγκοσμιοποιημένο αγωνιστικό χώρο.

Δοκιμαστικός σωλήνας
Ως εμβληματική μορφή του περάσματος της «ποδοσφαιρικής πολιτικής» στη σοβαρότητα και στις μπίζνες της ενηλικίωσης αναδεικνύεται ο πρόεδρος της Forza Milan και πρωθυπουργός της Forza Italia, ο τελευταίος αληθινός «ιππότης», Σίλβιο Μπερλουσκόνι.[2] Επενδύοντας μαζικά στα ΜΜΕ τη δεκαετία του ’70, περίοδο της απελευθέρωσης της τηλεοπτικής αγοράς, ο καβαλιέρε κατάφερε μέσα σε 15 χρόνια να αποκτήσει το 80% της ιταλικής ιδιωτικής τηλεόρασης και σε 25 χρόνια να «αποκτήσει» δικό του κόμμα (Forza Italia) με το οποίο διετέλεσε 3 φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας, τις περιόδους 1994-1995, 2001-2006 και 2008-2011. Κανένα Μέσο, όμως, καμία επένδυση και καμία συμμαχία δεν τον ωφέλησε στην κούρσα του προς την εξουσία όσο η αγορά, το καθοριστικό 1986, μιας ιστορικής πλην παρηκμασμένης ομάδας του πλούσιου ιταλικού Βορρά, της Μίλαν.

Ο Μπερλουσκόνι επί των ημερών δόξας του στη Μίλαν ποδοσφαιροποίησε την πολιτική και άσκησε πολιτική στο ποδόσφαιρο. Δοκίμασε νέα διοικητικά σχήματα, διεθνοποίησε τολμηρά για την εποχή το δυναμικό της ομάδας (η τρομερή Μίλαν των Ολλανδών Φαν Μπάστεν, Γκούλιτ, Ράικαρντ), αύξησε τη δεξαμενή των οπαδών της και επένδυσε μεθοδευμένα στη σύνδεση ποδοσφαίρου, ΜΜΕ, πολιτικής· «φόρτσαρε» την ομάδα και τον εαυτό του πρώτα στο γήπεδο και μετά στην κυβέρνηση της χώρας. Για να αντιληφθεί κανείς πόσο ωφελήθηκε η Μίλαν, και πόση θετική δημοσιότητα έλαβε ο πρόεδρος της αντισταθμιστικά, αρκεί να σκεφθεί ότι το καλοκαίρι του 1983 η ομάδα είχε μόλις επιστρέψει στην πρώτη κατηγορία μετά την τραυματική εμπειρία δύο υποβιβασμών (το 1980, λόγω εμπλοκής του πρώην προέδρου της και ορισμένων παικτών σε σκάνδαλο στημένων παιχνιδιών, και το 1982, όταν μια αποτυχημένη αγωνιστική σεζόν την οδήγησε στη β΄ κατηγορία και στα πρόθυρα χρεοκοπίας). Η ίδια ομάδα που συμπλήρωνε επτά χρόνια μετριότητας και είχε να παίξει στην Ευρώπη από το 1979, επί ημερών Μπερλουσκόνι μετατράπηκε μέσα σε δύο δεκαετίες, από το 1986 έως το 2007, στην κορυφαία ομάδα του πλανήτη από πλευράς τίτλων (από το 1989 έως το 2007 η Μίλαν έπαιξε σε 8 τελικούς του κυπέλου πρωταθλητριών κατακτώντας το πέντε φορές). Οι ροσονέρι του Μιλάνου πέρασαν από την ανυποληψία στη διεθνή καταξίωση (το θέαμα που παρουσίασε η ομάδα μεταξύ του 1989 και του 1994 παραμένει σημείο αναφοράς για τη σύγχρονη ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου) και ο πρόεδρός της πέρασε από τα Μέσα στα ενδότερα της εξουσίας. Όταν το 1994 αποφάσιζε να ιδρύσει δικό του κόμμα, η κάθοδος στην πολιτική ενός μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης και του πλέον επιτυχημένου προέδρου ιταλικής ποδοσφαιρικής ομάδας, διαφημίστηκε ως το αντίδοτο σε ένα νοσηρό και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα. Αν μη τι άλλο, αναγνωρίσιμα σχήματα σε αναγνωρίσιμο πλαίσιο.

Όσο ανθεκτικός και επικοινωνιακός όμως και αν απεδείχθη ο Μπερλουσκόνι, εξακολουθούσε να είναι αθεράπευτος νοσταλγός της «αυτοκρατορικής εποχής», ήρωας του εαυτού του και δεσμώτης της μεγαλομανίας του. Τα εν λόγω χαρακτηριστικά του, σταδιακά, αποτέλεσαν δυσφήμιση για τους ισχυρότερους συμμάχους του και κίνδυνο για τις επενδύσεις τους. Παρότι ο πρόεδρος-πρωθυπουργός κατάφερε αρκετές φορές να επιβιώσει από την αποκάλυψη των θεμελίων των θριάμβων του και της προέλευσης της περιουσίας του, η φθορά της παντοδυναμίας του ήταν τόσο δεδομένη όσο και η ανάγκη να «καθαρίσει» η οικονομική ζώνη του επαγγελματικού αθλητισμού από τις νάρκες που είχε σπείρει η αμετροέπεια του τελευταίου μεγάλου «ιππότη». Το μόνο που έμενε ήταν να βρεθεί ένας έντιμος συμβιβασμός για την αποστράτευση και ένα καινούργιο πέπλο συνέχισης της κληρονομιάς του από συνετότερους μιμητές.[3]

Τη δεκαετία του 1990, είχε ήδη διαφανεί ότι οι δυνατότητες «νομότυπης εκμετάλλευσης» του ποδοσφαίρου ήταν πολύ ευρύτερες από την εξουσία που είχαν κατά καιρούς συγκεντρώσει, αξιοποιώντας τη δημοφιλία του, οι παθιασμένοι «πρωτοπόροι». Οι «επαγγελματίες» της επόμενης γενιάς δεν θα άφηναν το πολύτιμο προϊόν να εκφυλιστεί από ερασιτεχνισμούς και προσωπικές φιλοδοξίες. Μεταξύ επαγγελματικού ποδοσφαίρου και κεφαλαίου δημιουργήθηκε σταδιακά μια υπερμοντέρνα αποκλειστική οικονομική ζώνη η οποία έχει στη βιτρίνα ως κράχτες νεαρούς εκατομμυριούχους, στο παρασκήνιο πλείστους τεχνοκράτες που χτίζουν περιουσίες στις παρυφές της, και ακτίνα δράσης εκατομμύρια πιστών πελατών που τροφοδοτούν τη μηχανή και τροφοδοτούνται από τα παράγωγά της (την μπάλα, το λαϊφστάιλ, τις αγοραπωλησίες, τη διαιτησία, τη συνομωσιολογία, τον «θρίαμβο» και την «καταστροφή») με ελάχιστες κριτικές αντιστάσεις.

Τα κεφάλαια της ρωσικής ολιγαρχίας που αγόρασαν σωρηδόν ομάδες τόσο στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (Ανζί, Σαχτάρ) όσο και στην Ευρώπη (Τσέλσι, Μονακό), οι Αμερικάνοι νέοι ιδιοκτήτες των δύο ιστορικότερων αγγλικών συλλόγων (Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Λίβερπουλ) και η μαζική επένδυση πόρων της καταριανής μοναρχίας (Παρί Σεν Ζερμέν, Μάλαγα), κατέρριψαν το σχήμα του «συντηρητικού» Βορρά και του «διεφθαρμένου» Νότου και απέδειξαν γλαφυρά τη δυνατότητα της διεθνούς κερδοσκοπίας να ξεπερνά τους επιμέρους ανταγωνισμούς της μπροστά στη μεγάλη ευκαιρία. Τα κεφάλαια δεν ήταν πια αναγκαίο να ξεπλένονται μέσω εικονικών υπερπόντιων ταξιδιών του τραπεζικού matrix· μέρος τους μπορούσε να «ευπρεπιστεί» και να νομιμοποιηθεί επενδυόμενο στο προϊόν με τη μεγαλύτερη κατανάλωση στον πλανήτη στον αντρικό πληθυσμό και τη μέγιστη αναγνωρισιμότητα διεθνώς, στο παγκόσμιο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Δι’ αυτής της οδού, άδηλοι πόροι από το ρωσικό φυσικό αέριο, από τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, από τα εργοστάσια «σκλάβων» στην Κίνα, από λαθρεμπόριο, φοροδιαφυγή, μίζες και άλλες «παρθένες πηγές σε παρθένες νήσους», βρέθηκαν να περιοδεύουν με σορτσάκι και κοντομάνικο ανά την υφήλιο· να ξεπουλάνε φανέλες στην Ασία, να χτίζουν στάδια στο Ντουμπάι, να χτυπάνε πρωτοσέλιδα στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Στα πλαίσια της εύρυθμης λειτουργίας της μηχανής μερικές δεκάδες επαγγελματίες ποδοσφαιριστές χρυσώνονται, μερικές εκατοντάδες μεσάζοντες κάνουν καριέρα, αλλά κυρίως ξεπλένονται με σμυριδόπανο ή με σφουγγάρι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που είχαν την ευφάνταστη ιδέα να θάψουν την προέλευση των κεφαλαίων τους μέσω της επίδειξής τους υπό τους προβολείς ενός κατάμεστου γηπέδου όπου χιλιάδες θεατές αγωνιούν για το αποτέλεσμα του αγώνα. Βέβαια, πίσω από τις κοινοτοπίες περί χορευτικής επίδειξης, μέγιστης στρατηγικής κ.λπ., πίσω από τις σκιές των τρόπων χειραγώγησης που διαγωνίζονται στο σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο (παράνομο στοίχημα, αναβολικά, δοτές διαιτησίες κ.λπ.) και πέρα από όλα όσα παίζονται στις παρυφές του (τηλεοπτικά και διαφημιστικά έσοδα, προμήθειες μεταγραφών, κατασκευές υποδομών, πολιτική και οικονομική επιρροή), η ποδοσφαιροφιλία, το πάθος για το πιο συναρπαστικό και λαοφιλές ομαδικό σπορ, δεν είναι συνάρτηση της εξαγωγικής δυναμικής του προϊόντος· όλα τα παραπάνω δεν αφορούν παρά ελάχιστα και ελάχιστους από τους άπειρους θεατές του (αυτούς που συνήθως κάθονται στα επίσημα και στις σουίτες). Αυτό, όμως, είναι το θέμα ενός άλλου, πιο ευχάριστου και «σινεφίλ», κειμένου. Εν προκειμένω, θα περιοριστούμε σε ορισμένες ακόμα παρατηρήσεις για τη «βιομηχανία».

Η πολιτική οικονομία του επαγγελματικού ποδοσφαίρου υπήρξε σκιώδης από τα πρώτα εγχειρήματα θεσμικής υποστασιοποίησής του. Τα κεφάλαια έρχονται πάντοτε «απ’ έξω» (εξού και ο πρόεδρος επενδύει, «βάζει», «σπρώχνει» αλλά ποτέ δεν «βγάζει» από την ομάδα) και προορίζονται για κάπου αλλού. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο εξελίχθηκε σε αστραφτερό διαμετακομιστικό σταθμό, μια μέση γη ευκαιρίας είτε για τη διασφάλιση των από αλλού κεκτημένων είτε για την κατάκτηση της επόμενης «επικράτειας». Οι μεγάλες, ανταγωνιστικές ποδοσφαιρικές εταιρείες συνήθως αποτελούν μια κουκίδα ενός ομίλου επιχειρήσεων με πολύ μεγαλύτερο τζίρο και ευρύ εθνικό ή πολυεθνικό κύκλο εργασιών. Η ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία αποτελεί μια ιδιότυπη προσθήκη η οποία, ακόμα και αν είναι λογιστικά ζημιογόνα (αν υποθέσουμε ότι υφίσταται πραγματική λογιστική απεικόνιση), αξιολογείται κατά βάση για τη δυνητική άυλη υπεραξία που μπορεί να προσφέρει στον ιδιοκτήτη της: σε ευρύτατη δημοφιλία, σε αντικατάσταση του προνομιακού ακροατηρίου του από την ευεπηρέαστη μάζα αναγνωστών/τηλεθεατών στη μακράν πιο πιστή συστράτευση οπαδών, στη νόθευση και τον αποπροσανατολισμό της πραγματικής επιχειρηματικής του δραστηριότητας με τη μεθοδευμένη εστίαση στην ποδοσφαιρική του εποποιία, σε ένα σωρό χρήσιμα πράγματα…


Μια ακόμα ενδιαφέρουσα παράμετρος αποτελεί η σχέση προοικονομίας και παρακολουθήματος των εξελίξεων σε μακροοικονομικό επίπεδο και των αντίστοιχων εξελίξεων στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Από την κινητικότητα των εργαζομένων εντός των υπερεθνικών ενώσεων, τα υβρίδια συμβάσεων και την καταχρηστικότητα ορισμένων ρητρών στα εργασιακά, μέχρι τη δυνατότητα μόχλευσης κεφαλαίων, διεύρυνσης των μετοχικών συνθέσεων και εξασφάλισης ευνοϊκών φορολογικών ρυθμίσεων, το σύγχρονο επαγγελματικό ποδόσφαιρο λειτουργεί πότε ως καθρέφτης και πότε ως δοκιμαστικός σωλήνας της στρατηγικής διείσδυσης και κατοχύρωσης των συμφερόντων των κεφαλαίων τα οποία εμφανώς, ή λιγότερο εμφανώς, βρίσκονται πίσω από τη βιτρίνα του.

Χωρίς μεσάζοντες
Παρότι το κόμμα του Γιώργου Καρατζαφέρη βυθίζεται και αναδύεται ανάλογα με την κίνηση της παλίρροιας και τις αλληλεπικαλύψεις των ακροδεξιών υδάτων της κεντρικής πολιτικής σκηνής, το ιδεολογικό του στίγμα είναι παρόν και ισχυρό. Το δόγμα «τάξη και ασφάλεια» στο οποίο πλειοδότησε άμα τη εμφανίσει του στα πολιτικά πράγματα της χώρας το ΛΑΟΣ, μπορεί να μη του διασφάλισε την σταθερή προνομιακή θέση στην οποία αποσκοπούσε (παρότι προσέδωσε στην αρχική του δυναμική), αλλά ήρθε για να μείνει, αποτελώντας την πιο σταθερή κυριαρχία της ακροδεξιάς ατζέντας στη συγκαιρινή ελληνική πολιτική. Η ηγεμονία μάλιστα του λόγου περί ασφάλειας και απειλής, συνάρτησης της μετανάστευσης με την εγκληματικότητα ή την ανεργία, είναι τόσο ισχυρή που σε οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση, οποιασδήποτε κλίμακας, υποστηρικτές, σκεπτικιστές και αντιμαχόμενοι αισθάνονται την ανάγκη να τον προτάξουν στην επιχειρηματολογία τους.[4] Αντιστρόφως, μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα της σχέσης αθλητισμού και πολιτικής σε επίπεδο θεσμικών εξαγγελιών και ιδεολογικής αντιπαράθεσης ήταν η κατ’ εξαίρεση ομόφωνη υιοθέτηση της ρητορικής της αριστεράς. Σχεδόν όλα τα εκλογικά προγράμματα θεωρούσαν υποχρέωσή τους να ομνύουν στο όνομα του ερασιτεχνικού λαϊκού αθλητισμού και του δικαιώματος στην άσκηση, πασπαλισμένα με λίγη οικολογία και άπειρες γενικότητες. Προφανώς, στην υλοποίηση, στη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων, σε συγκεκριμένα ζητήματα αθλητικής επικαιρότητας (ανάληψη διοργανώσεων και κατασκευές υποδομών, ρυθμίσεις χρεών ομάδων κ.λπ.) υπήρχαν ιδεολογικές διαφορές και πολιτικές διαφοροποιήσεις. Ωστόσο, η σφραγίδα του αθλητισμού ως δημόσιου αγαθού διασφάλιζε (τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο) την πρωτοκαθεδρία της «αριστερής» ατζέντας από τη στιγμή που κανένα δημόσιο πρόσωπο δεν διανοείτο να απευθυνθεί στους δυνητικούς ψηφοφόρους του με άλλη ιδιότητα από αυτή του πολίτη (για παράδειγμα με την ιδιότητα του οπαδού μιας ομάδας). Για το τι γινόταν στην πράξη, πόσο ενισχύθηκε ο ερασιτεχνικός αθλητισμός και πόσο αυξήθηκαν οι δημόσιοι χώροι άθλησης, τα πράγματα είναι γνωστά και τετριμμένα. Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι σταδιακά μετά το 2004 ο ερασιτεχνικός και δημόσιος αθλητισμός άρχισε να φθίνει ως ρομαντικό κατάλοιπο, να θεωρείται γραφική κενολογία. Όταν δε τελικώς φαλίρισε, πάνω στη μέθη των Ολυμπιακών Αγώνων, του ελληνικού Γιούρο και του «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ», αντικαταστάθηκε από τον πραγματιστικό κυνισμό που θεωρεί ανεκτό, αν όχι και φυσικό, να προπαγανδίζει κανείς την ανάδειξή του σε δημόσια αξιώματα ως ταγός, προστάτης ή αναμορφωτής μιας ανώνυμης εταιρείας. Σε περιόδους ηθικής χρεοκοπίας του πολιτικού προσωπικού και άμβλυνσης των ιδεολογικών ταυτίσεων, σε κλίμα δυσπιστίας και ανεπεξέργαστης οργής, η καταφυγή στις πρώιμες και σχηματικές γραμμές αντιπαράθεσης πλασάρεται ως εξιλαστήρια λύση· αν ο λαός «τρελαθεί και διαλύσει», μπορεί πάντα να ξαναγίνει «ομάδα», οι πρόεδροι να γίνουν κυβερνήτες, να πετάξουμε τη μπάλα έξω απ’ το γήπεδο.

Κάθε άλμα ωστόσο έχει και τα ρίσκα του. Γιατί, αν η διείσδυση του κεφαλαίου στο ποδόσφαιρο και η διάνοιξη νέων αγορών έκανε ενίοτε απαραίτητη την επιθετική επενδυτική πολιτική και την επιδεικτική παρουσία των ιδιοκτητών, η εδραίωση και η διασφάλιση των ανωτέρω συμφερόντων καθιστά επίσης αναγκαία τη βιτρίνα, το επιτελείο των μεσαζόντων, τη θορυβώδη διαμεσολάβηση των μικρών για τα μικρά προκειμένου να περάσουν απαρατήρητες οι μεγάλες και σοβαρές μπίζνες. Αυτό άλλωστε ήταν και το βασικό μάθημα από την πορεία ενηλικίωσης της σχέσης επαγγελματικού ποδοσφαίρου και εξουσίας. Όπως προαναφέραμε, ο χώρος του επαγγελματικού ποδοσφαίρου ως προς την εξουσία είναι κατεξοχήν μεταβατικός. Προσφέρεται για «διακίνηση» και άντληση «ανθρώπινου κεφαλαίου» για τις επόμενες ή παράλληλες κινήσεις κάθε «παίχτη», αλλά δεν επιτρέπει τη στασιμότητα και την αγρανάπαυση· γιατί μπάλα είναι και γυρίζει. Ο σκοπός των επενδυτών είναι να κατοχυρώσουν την ατζέντα τους (φοροαπαλλαγές, υποδομές, αμνηστία κ.λπ.) ως αυτονόητο σκοπό της ομάδας και να αφήσουν την εξυπηρέτησή του στην αναλώσιμη κατηγορία των μεσαζόντων και κυρίως στο ανώνυμο πλήθος των υποστηρικτών.

Η απευθείας έκθεση του κεφαλαίου στη δημοσιότητα, πόσο μάλλον στην κάλπη, συνιστά καθοριστική απώλεια του «μουλωχτού» πλεονεκτήματος και, παρά τα όποια πρόσκαιρα κέρδη, κανένας επιχειρηματικός όμιλος δεν επιθυμεί να διεξάγει επί μακρόν τους «αγώνες» και τις δουλειές του στο προσκήνιο. Ωστόσο, σε κατάσταση εξαίρεσης κάθε αυτοσχεδιασμός και κάθε αποκάλυψη μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Ακόμη και μια επίδειξη δύναμης του κεφαλαίου που υπενθυμίζει ότι, αν το πολιτικό προσωπικό χρεοκοπήσει πριν την ώρα (της αντικατάστασής) του, αν και οι τελευταίες εφεδρείες που καλούνται να χωρέσουν το κύμα σε ποτάμι δεν επαρκέσουν, υπάρχει πάντα μια τελική
λύση και μια προφανής επιλογή: η επιλογή πίσω από τη βιτρίνα. Η μόνη που μπορεί να καταστήσει σαφές στους παρόντες και τους μελλοντικούς μεσάζοντες ότι όποιος ψηλώνει υπερβολικά ξυρίζεται και όποιος κείτεται για πολύ ποδοπατείται.

Στο εδώ και το τώρα, το πέρασμα από το παρασκήνιο στη σκηνή, η αναγκαιότητα της αποκάλυψης και ταυτόχρονα η σαφής υπενθύμιση της τελευταίας εφεδρείας, αποτυπώνονται πιο καθαρά από οποιαδήποτε προηγούμενη φορά σε ένα απροσδόκητο αλλά ταυτόχρονα απολύτως αναμενόμενο «εκλογικό κατέβασμα».

Αυτοδιοίκηση τώρα
Η υποψηφιότητα Μώραλη στον Πειραιά προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις, όπως ήταν αναμενόμενο στον τρίτο μεγαλύτερο δήμο και το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, όπου τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά διακυβεύματα είναι ασφαλώς τεράστια. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ο συνδυασμός «Πειραιάς Νικητής», με επικεφαλής τον Μώραλη και βασικούς πυλώνες τους ηγέτες της σύγχρονης ιστορίας του Ολυμπιακού, τον Μαρινάκη και τον Κόκκαλη, εδραιώνει ορισμένα πράγματα που κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Καταρχάς, παγιώνει στις συνειδήσεις εντός και εκτός Πειραιά την πρακτική της συνέχισης των μπίζνες με άλλα μέσα, δηλαδή την απροσχημάτιστη και απροκάλυπτη ανάμειξη στον πολιτικό στίβο των επιχειρηματικών συμφερόντων. Καθιστά δηλαδή περιττή την ύπαρξη του λεγόμενου «πολιτικού προσωπικού», δηλαδή την οποία διαχειριστική διαμεσολάβηση γινόταν στο πλαίσιο του αστικού καθεστώτος, στο όνομα της (αστικής) «δημοκρατίας» και της «κοινωνίας». Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη μετατόπιση του ανταγωνισμού των επιχειρηματικών αυτών συμφερόντων από τη σφαίρα της οικονομίας στην (περισσότερο θολή) σφαίρα της πολιτικής, όπου η μεταξύ τους σύγκρουση μπορεί (και πρέπει) να έχει επιπτώσεις σε όλες τις πτυχές του κοινωνικού όλου. Συγκαλύπτεται έτσι η πραγματική φύση του επιχειρηματικού/οικονομικού ανταγωνισμού, ο οποίος είναι, ως γνωστόν, κρυμμένος κάτω από διάφορα «ονόματα», αλλά πλέον αποκτά ένα νέο «πέπλο»: το πέπλο της ιδεολογικής και πολιτισμικής αντιπαλότητας σε τοπικό και ποδοσφαιρικό επίπεδο. Έτσι, συντελείται μια πρώτη αντιστροφή: από εκεί που η πολιτική ήταν το πεδίο σύγκρουσης κοινωνικών, οικονομικών και ιδεολογικών δυνάμεων, η έκφραση των διαπραγματεύσεων, των αντιπαραθέσεων και των συμβιβασμών οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων και ο τόπος και τρόπος διαχείρισης των συλλογικών ζητημάτων, τώρα γίνεται η κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου αναβαπτίζονται και αφήνονται να δρουν και να ανταγωνίζονται ανεξέλεγκτα τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Παράπλευρη, αλλά σημαντικότατη, συνέπεια αυτού είναι ότι τα επιχειρηματικά συμφέροντα –το κεφάλαιο είτε διά φυσικών προσώπων είτε διά ανωνύμων εταιριών– εντάσσονται άμεσα στην πολιτική αρένα με ένα αξιολογικό και ηθικό πρόσημο: αδιάφορο αν αυτό το πρόσημο είναι θετικό ή αρνητικό. Η συζήτηση για την πολιτική παίρνει ολοένα και περισσότερο τη μορφή του ποιος είναι καλός ή κακός (δηλαδή επιτυχημένος) επιχειρηματίας, καθώς και ποια εταιρεία είναι καλύτερη (δηλαδή επιτυχημένη), ποια πουλάει τα καλύτερα προϊόντα, ποια βγάζει τα περισσότερα χρήματα, ποια κάνει τις πιο έξυπνες επενδύσεις – και αν έχουμε και κοινωνικές και οικολογικές ευαισθησίες, ποια είναι πιο «πράσινη», πιο «κοινωνικά υπεύθυνη» και πάει λέγοντας. Μέχρι εδώ, τα πράγματα θα είχαν ίσως μια οικεία αύρα ή μπορεί ακόμα και να φλέρταραν με τη γραφικότητα, αν έλειπε μια κρίσιμη λεπτομέρεια. Το κριτήριο αξιολόγησης αυτών των επιχειρηματιών και αυτών των επιχειρήσεων είναι κατά βάση οπαδικό.

Μία δεύτερη κατάσταση που παγιώνεται στο ιδεολογικό μέτωπο με την είσοδο στην πολιτική των επιχειρηματιών ως επιχειρηματιών (και ως οπαδών) είναι η αποπολιτικοποίηση της πολιτικής, η οποία βασίζεται η ίδια στην περιρρέουσα απαξίωση των «πολιτικών» (γενικά) και της έννοιας της «πολιτικής» (ακόμα γενικότερα), αλλά εδραιώνει βαθιά την ψευδεπίγραφη ρητορική περί «άφθαρτων» και «αδιάφθορων» ανθρώπων που δεν είναι «επαγγελματίες πολιτικοί». Για αυτήν τη ρητορική, δεν έχει και μεγάλη σημασία πόσο «άφθαρτα» και «αδιάφθορα» είναι αυτά τα πρόσωπα, πόσο «άφθαρτοι» και «αδιάφθοροι» επιχειρηματίες, εργοδότες, μάνατζερ ήταν, αρκεί που δεν έχουν υπάρξει στο παρελθόν «πολιτικοί». Η ρητορική συμπληρώνεται από την επίκληση των πανανθρώπινων στοιχείων του χαρακτήρα τους τα οποία τους προσδίδουν «ηθική υπεροχή» έναντι των «πολιτικών», μιας και πρόκειται για «επιτυχημένους επιχειρηματίες» (δηλαδή εργοδότες, μέτοχοι, διευθύνοντες σύμβουλοι, χωρίς φυσικά να μνημονεύεται πόσο ηθικές και νόμιμες ήταν οι συνθήκες που επικρατούν στα «μαγαζιά» τους) και «καλούς οικογενειάρχες» («καλοί άνθρωποι», θεοσεβούμενοι, νοικοκυραίοι που φροντίζουν τη «φαμίλια» τους). Η εν λόγω ρητορική δεν είναι ασφαλώς καινούργια – ιδίως σε αυτοδιοικητικά πλαίσια. Στη μνημονιακή Ελλάδα της κρίσης και της ακροδεξιάς στροφής έχει επανέλθει ακόμα πιο έντονα στον δημόσιο λόγο. Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση, σερβίρεται με ένα νέο και πολύ νόστιμο (ήτοι επικίνδυνο) καρύκευμα: οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες και καλοί οικογενειάρχες είναι επίσης οπαδοί και ηγέτες μίας μεγάλης ομάδας.

Κάπως έτσι συντελείται η «ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής», η οποία δεν είναι παρά η αντιστροφή της ήδη υπαρκτής διαπλοκής ποδοσφαίρου και πολιτικής. Τα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και, ακόμα περισσότερο την εποχή του «μοντέρνου ποδοσφαίρου» (μετά τον Μποσμάν), η πολιτική και το ποδόσφαιρο διαπλέκονταν με δεκάδες τρόπους. Οι κεντρικές πολιτικές δυνάμεις και οι κυβερνήσεις φλέρταραν μονίμως με τα οπαδικά συναισθήματα των ψηφοφόρων τους, παίζοντας το χαρτί του οπαδισμού κάθε φορά που χρειάζονταν να προσεγγίσουν τη «λαϊκή βάση» των ομάδων. Από τα μεγάλα αθλητικά σκάνδαλα και τις διευκολύνσεις σε μεγάλες ομάδες μέχρι την επιλογή υποψηφίων βουλευτών, ευρωβουλευτών και δημοτικών συμβούλων από την αθλητική δεξαμενή (από ποδοσφαιριστές και παράγοντες μέχρι αθλητικογράφους και άλλους παρατρεχάμενους), η πολιτική χρησιμοποιούσε τον αθλητισμό και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο ως ψηφοθηρική μηχανή και ως οικονομικό υποστηρικτή. Η εποχή που οι πολιτικοί «έκαναν αγάπες» στις ομάδες, που κάθε σοβαρός πολιτικός έπρεπε να φωτογραφίζεται σε γήπεδα και φιέστες πλάι σε κούπες, που κάθε υπουργός «πολιτισμού» έπρεπε να έχει φτιάξει έναν (τουλάχιστον) φωτογραφικό νόμο για να ξεχρεώσει ομάδες και να ξελασπώσει προέδρους, περνάμε στην εποχή που πολιτικές δυνάμεις γίνονται οι ίδιες οι ομάδες. Προφανώς όχι οι ομάδες καθ’ εαυτές (με την ιστορία τους, ας πούμε, ή την οπαδική τους βάση), αλλά οι ανώνυμες εταιρείες που διαχειρίζονται τα σύμβολά τους. «Πολιτικοί», σε αυτό το νέο μοντέλο, δεν γίνονται βέβαια οι ενσαρκώσεις της ομάδας, οι οπαδοί της ή έστω οι «σημαίες» της, αλλά οι επιχειρηματίες-ιδιοκτήτες των ανώνυμων αυτών εταιρειών. Το ότι επιλέγεται το αυτοδιοικητικό πεδίο για να δοκιμαστεί το νέο αυτό μοντέλο δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Κι αυτό γιατί, σε τοπικό επίπεδο έχει από καιρό διατρανωθεί το ιδεολόγημα της «τοπικής ταυτότητας» που υπερβαίνει και αντιπαρέρχεται άλλες διακρίσεις, πιο πολιτικές και ασφαλώς πιο ταξικές. Για χρόνια, υποψήφιοι δήμαρχοι ανά την Ελλάδα διατυμπάνιζαν τον «ακομμάτιστο» χαρακτήρα τους και υπόσχονταν λύσεις και πολιτικές για τη διαχείριση των τοπικών προβλημάτων της πόλης, μιας και όλοι «συμπολίτες» είμαστε και έχουμε τα ίδια «προβλήματα στην καθημερινότητα». Αυτός ο ιδιότυπος «τοπικός σωβινισμός», ο οποίος έβλεπε «κατοίκους» στη θέση των ταξικών υποκειμένων (ακόμα και σε βάρος των παραδιπλανών πόλεων·, π.χ., μακριά τα σκουπίδια από τη γειτονιά μας και ας πάνε όπου θέλουν) ήταν πρόσφορο έδαφος για να γίνει το επόμενο βήμα, τώρα που «ωρίμασαν οι συνθήκες». Σε ιδεολογικό επίπεδο, στον Πειραιά δεν είμαστε πλέον όλοι μόνο Πειραιώτες, αλλά και μόνο Ολυμπιακοί: όσοι δεν είναι το δεύτερο δεν είναι και το πρώτο («δεν μπορεί να υπάρχει ο Θρύλος στον Πειραιά, και η πόλη μας να μην είναι Θρύλος»: Ειρήνη Νταϊφά/Βαγγέλης Μαρινάκης). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επιβεβλημένη άνωθεν no politica στάση της εξέδρας και του γηπέδου, γίνεται μοντέλο άσκησης πολιτικής εκ μέρους των επιχειρηματιών υποψηφίων. Γιατί, προφανώς, το no politica αφορά μόνο τις «ενοχλητικές» πολιτικές, ιδεολογικές και ταξικές αποκλίσεις που μοιραία δεν μπορεί να λείπουν από έναν σύλλογο σαν τον Ολυμπιακό.[5]

Όλα τα παραπάνω λειτουργούν ως ένα μεγάλο πλυντήριο μέσα στο οποίο ξεπλένονται διαμιάς οι επιχειρηματίες-παράγοντες που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες των μεγάλων ομάδων. Οι μεγαλομέτοχοι των ΠΑΕ (που λέγονται και «ιδιοκτήτες των ομάδων»), όταν είναι επιτυχημένοι (είτε όταν έχουν να επιδείξουν ποδοσφαιρικές επιτυχίες εντός και εκτός γηπέδου επί των ημερών τους είτε αποκλειστικά στη συνείδηση των οπαδών τους), μετατρέπονται σε πρότυπα «πολιτικών ανδρών»: έτσι ο επιτυχημένος πρόεδρος Μαρινάκης γίνεται στο φαντασιακό των οπαδών επιχειρηματίας/οικογενειάρχης/Πειραιώτης/Ολυμπιακός πρότυπο (το ίδιο σε ανάλογες «επιτυχίες» ισχύει για τους προέδρους όλων των «μεγάλων» του ελληνικού ποδοσφαίρου). Αυτό το πρότυπο δεν έχει προφανώς «μελανές κηλίδες». Δεν έχει καμία σημασία τι είδους αφεντικό είναι ο Μαρινάκης, τι ρόλο παίζει το δικό του εφοπλιστικό κεφάλαιο εντός και εκτός Ελλάδας, τι σχέσεις διατηρεί με τη ΧΑ κ.ο.κ. Όπως δεν έχει καμία σημασία τι ρόλο παίζει ο Αλαφούζος με τον μνημονιακό του ΣΚΑΪ, αυτόν που αβαντάριζε επί μακρόν τη ΧΑ, τι σχέσεις διατηρεί ο Μελισσανίδης με το Φανάρι και τι μπίζνες θα κάνει με το νέο γήπεδο της ΑΕΚ, αλλά και τι δουλειές έχει ανοίξει στη Θεσσαλονίκη ο Ιβάν Σαββίδης (όλοι τους, παρεμπιπτόντως, «σωτήρες» της χώρας –ως επιτυχημένοι επιχειρηματίες, φυσικά, που κάνουνε επενδύσεις, δίνουν δουλειά στα δικά μας τα παιδιά και στηρίζουν την ελληνική οικονομία κ.ο.κ., και άμεσοι συνομιλητές και υποστηρικτές του εκάστοτε πρωθυπουργού). Πέρα από τη συγκάλυψη των επιχειρηματικών διενέξεων μεταξύ των διαφόρων παραγόντων του εγχώριου κεφαλαίου (με προφανέστερη, ασφαλώς, τη διαμάχη Μαρινάκη-Μελισσανίδη για το λιμάνι του Πειραιά), οι οποίες καλύπτονται από το οπαδικό πέπλο (διαφορετικό ανάλογα με τον οπαδό, κλασικό παράδειγμα ο κακός ΟΠΑΠ του Κόκκαλη, ο καλός ΟΠΑΠ του Μελισσανίδη), το ακόμα πιο καθοριστικό είναι ότι μετακινούμαστε σε μια περίοδο ποδοσφαιρικής πολιτικής, κατά την οποία από τα «πολυσυλλεκτικά» κόμματα του παρελθόντος θα περάσουμε στα «οπαδικά μορφώματα» όπου θα χωράνε «όλοι οι καλοί», αρκεί να υποστηρίζουν την ίδια ομάδα, δηλαδή τον ίδιο επιχειρηματία, που καθαγιασμένος στο κοινωνικό-οπαδικό φαντασιακό δεν θα χρειάζεται πλέον τον «ιδιωτικό του στρατό» οπαδών («Κάτω τα χέρια απ’ τον Κοσκωτά»), αλλά θα έχει έτοιμη τη δεξαμενή των ψηφοφό-
ρων-υποστηρικτών, όντας σαρξ εκ της σαρκός της, οδηγητής και πατερούλης της.

Όλες οι εικόνες του κειμένου είναι της Λίνας Μανουσογιαννάκη

* * * 

Σημειώσεις

* Απόφανση με πλείστες διασκευές και περισσότερους μνηστήρες. Στα καθ’ ημάς, προσφάτως, την επαναλαμβάνει τακτικά στις δημόσιες εμφανίσεις του ο δικηγόρος-πρόεδρος ΠΑΕ Αλέξης Κούγιας.^

1. Η συγκεκριμένη διοργάνωση είχε αρκετά «τυφλά σημεία», με αποκορύφωμα τη νίκη της διοργανώτριας επί του Περού με 6-0 (το μοναδικό σκορ που της έδινε την πρόκριση στον επόμενο γύρο) και τη φημολογία ότι το συγκεκριμένο αλλόκοτο αποτέλεσμα ήταν προϊόν συμφωνίας της χούντας του Βιντέλα με την κυβέρνηση του Περού ως αντάλλαγμα για το «ξεπάγωμα» του λογαριασμού της κυβέρνησης του Περού στην κεντρική τράπεζα της Αργεντινής.^

2. Ο τίτλος του «Ιππότη» (Καβαλιέρε) απονέμεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Ιταλίας σε επιχειρηματίες οι οποίοι έχουν συμβάλει ουσιαστικά στην πρόοδο της οικονομίας της χώρας. Πρόσφατα (2014) ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε από τον τίτλο για να αποφύγει την αποπομπή λόγω της αμετάκλητης καταδίκης του για φορολογική απάτη.^

3. Τον Οκτώβριο του 2012 ο Μπερλουσκόνι καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών για φορολογική απάτη η οποία τελικώς μετετράπη σε μονοετή κοινωφελή εργασία σε οίκο ευγηρίας. Μετά την ανακοίνωση της καταδίκης του δήλωσε: «Η δημοκρατία τελείωσε… πρόκειται για μία σαφέστατα πολιτική απόφαση».^

4. Ως πρόσφατο παράδειγμα η εκδήλωση-συζήτηση που διοργάνωσε (11.5.2014) ο σχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ για τον Δήμο Αθηναίων, Ανοιχτή Πόλη, υπό τον τίτλο «Και ασφάλεια και ελευθερία!».^

5. Εξαιρετική αποκρυστάλλωση αυτής ακριβώς της εξέλιξης είναι η ανακοίνωση του Ερασιτέχνη Ολυμπιακού εναντίον του δημάρχου Πειραιά, τον οποίο κατηγορεί, μεταξύ άλλων, ότι προωθεί τα συμφέροντα του Μελισσανίδη και του Αλαφούζου. Στις μεγάλες ομάδες, τα ερασιτεχνικά τμήματα είναι η «ψυχή» και η «ιστορία» της ομάδας, τα τμήματα δηλαδή που βασίζονται στην παράδοση και την οπαδική-λαϊκή τους βάση. Παρ’ όλα αυτά, είναι σαφές ότι ελέγχονται από τα αφεντικά των ανώνυμων εταιρειών, μιας και –θεωρητικά– τους ανήκουν τα καλύτερα εμπορικά «φιλέτα» των ομάδων, τα γήπεδα, ενώ χρησιμοποιούνται και ως πολιορκητικοί κριοί είτε σε ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις (βλ. γήπεδο ΠΑΟ) είτε σε αντιπαραθέσεις των επιχειρηματιών με τη δημόσια εξουσία (βλ. γήπεδο ΑΕΚ). Υπό αυτήν την έννοια, η ανακοίνωση του Ερασιτέχνη Ολυμπιακού παίρνει πολιτική θέση χωρίς να παίρνει θέση, κάνει δηλαδή no politica (ιδεολογική) πολιτική με έναν τρόπο ζηλευτά μακιαβελικό. Ο Μιχαλολιάκος εξυπηρετεί (κακά) συμφέροντα (δηλαδή παναθηναϊκά και αεκτζήδικα), ενώ ο Ολυμπιακός δεν έχει σχέση με συμφέροντα και επιχειρήσεις (και, για τον Ερασιτέχνη, φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τα επιχειρηματικά συμφέροντα του αφεντικού του).^

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου