Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Κώστας Περούλης: Στο υπηρεσιακό


Και με τις μάλλινες κάλτσες πάγωνε. Tις ένιωθε σαν ξύλα. Καλύτερα, μήπως μαζεύονταν λιγότεροι. Μακάρι να ξανάβρεχε. Άμα βρέξει σώθηκαν. Κοίταξε πάνω στο σκοτάδι. Είχε ρίξει όλη νύχτα, έλεγε μέσα του σταμάτα ρε, σταμάτα. Άσε μας και τίποτα για αύριο. Κοίταξε κάτω όλη την Αιγαλέου. Ξαναχτύπησε στον Κώτσια.
Ο Κώτσιας βγήκε. Έμενε σ’ ένα προσφυγικό στο ισόγειο πάνω στη λεωφόρο. Κοίταξε τον ουρανό, έβαλε την κουκούλα του μπουφάν και το κασκόλ γύρω απ’ το στόμα και κλείδωσε. «Πάμε απ’ του Ποθάκου», είπε.

Στρίψανε και κάπως έκοψε το κρύο στην κάθετη. Παντού νέκρα. Ο Ποθάκος άνοιγε κανονικά στις εφτά με τους γέρους. Τώρα που ’χε βγει ο Μιχαλολιάκος είχε αραιώσει πολύς κόσμος γιατί το καφενείο ήτανε του Μελά. Κι αυτός που πήγαινε και ’πινε κάνα ουίσκι το απόγευμα το ’χε κόψει, γιατί θα πήγαινε ο θείος του να βρει τον Μιχαλολιάκο μήπως τον πάρουνε απ’ τα ΜΑΤ και τον κατεβάσουνε Πειραιά. Θα ’κανε βραδινές στην πολυκατοικία του στη Δεληγιώργη. Το καλύτερο πόστο. Βόμβα δεν του ξαναβάζανε οι Μανιάτες, τα βρήκανε, τον βγάλανε δήμαρχο, και οι γριές από τα διαμερίσματα κατεβάζανε αναψυκτικά και φαγητά γιατί τις φυλάγανε. Βέβαια με τον Μαντούβαλο τώρα ποτέ δεν ξέρεις. Δεν είπε τίποτα γιατί ο Κώτσιας, αν και είχε κατέβει απ’ τη Λαμία, λέγανε ότι ήτανε από τότε από το ντου στις φοιτητικές στο πανεπιστήμιο με τον Κατσαφάδο, που τα ’χε καλά με τον Μελά πριν να διαγραφεί. Τώρα είχε πλευρίσει την κόρη του Μιχαλολιάκου. Βγήκανε στη γωνία και γυρίσανε στην Αιτωλικού. Κοιτάξανε μέσα απ’ την τζαμόπορτα. Κλειστός ο Ποθάκος.

Περάσανε απέναντι και μπήκανε στον Καρακατσάνη. Ήταν η καινούργια στα ψωμιά. Βγήκε κι ο Καρακατσάνης από τους φούρνους. Αυτός ο άνθρωπος είχε περιουσία κι ακόμα ξύπναγε στις τέσσερις.
Η κοπέλα έσκυψε κάτω απ’ τον πάγκο και φάνηκε το σουτιέν της.
«Α ρε παιδιά. Τι φταίτε και σεις;», είπε ο Καρακατσάνης. Το ’παιζε προοδευτικός. Έδινε λεφτά για πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Τους έβαλε δυο φέτες ψωμί με λάδι και βγήκανε. Τους ξύρισε ο αέρας. Άρχισαν να κατεβαίνουν την Αιτωλικού σχεδόν τρέχοντας. Ψυχή δεν είχε. Ο Κώτσιας έπιανε το ψωμί με το πέτσινο και το ’τρωγε μέσα απ’ το κασκόλ. Κοίταζε τα ξενοίκιαστα μαγαζιά κι έτρωγε. Είχε πεθάνει όλη η Αιτωλικού, τα τυροπιτάδικα, τα κομμωτήρια. Περάσανε το φαρμακείο του Παυλογιάννη, την Παναγιά Οδηγήτρα. Είχε το εικόνισμα μέσα στην είσοδο, πάνω απ’ τη νοσοκόμα της ρεσεψιόν και έκανε τον σταυρό του. Φτάσανε στον Βασίλαινα. Παλιά είχε έρθει ο Τσώρτσιλ όταν ήτανε μπακάλικο. Μετά που το ξανανοίξανε με ανακαίνιση, σε στυλ Κολωνάκι, τα εγγόνια με κάτι χρηματοδότες, μαζευόντουσαν μαζί με τους Μανιάτες και άνθρωποι του Συνασπισμού. Τώρα οι Βασίλαινες τους είχαν διώξει, βάλανε δικηγόρο και τους δώσανε τα λεφτά τους πίσω. Σ’ όλο το δρόμο είχε σκουπίδια, είχανε χυθεί ένα μήνα τώρα απεργία στην άσφαλτο. Είχε κατεβάσει μπουλντόζες ο Ζαντίδης και τα ’χανε σπρώξει στα οικόπεδα, αλλά τώρα τα ξανάπαιρνε ο αέρας και τα νερά. Ούτε ζώα δεν είχε στα οικόπεδα. «Θα ’χει πάνω από δύο εκατομμύρια λέει σήμερα», είπε. Ο Κώτσιας δε μίλησε. Πήγαινε ίσια μπροστά με το μπουφάν. Είχε φάει. «Λες να ’χει δύο εκατομμύρια;» ξανάπε επίμονα και νευρίασε με τον εαυτό του. Στην Κερατέα βγήκε ένας με φιάλη υγραέριο, την άναψε και τους έλιωσε τις ασπίδες σα φλογοβόλο, είχε πει τις προάλλες ένας πρωτοετής. «Το υγραέριο δε διαφέρει ουσιωδώς απ’ τη μολότωφ», του ’χε απαντήσει ο Κώτσιας. Η φωνή του ήταν ψυχρή και φιλική. «Η ασπίδα δε λιώνει. Κράτα την απ’ την ανάποδη για να πιάνεις τη λαβή από το δερμάτινο αντί το μεταλλικό μέρος. Αλλιώς την πετάς όταν πέφτουν τα μάρμαρα». Τον σεβόταν γιατί είχε κλείσει τα εικοσπέντε αλλά κατά τ’ άλλα μαλάκας ήτανε. Δεν του άρεσε σαν άνθρωπος. Δεν μπορούσες να καταλάβεις ποιον ψήφιζε.

«Μπορούσα να πάρω χαρτί γιατρού. Έχω μέσο. Αλλά ανεβαίνω», του πέταξε.
Στο βάθος είδε στη λάμπα τα κόκκινα κεραμίδια του Γκλάμουρ.

«Εμείς το τρώμε όλο το χημικό», ξανάπε. «Οι μάσκες ληγμένες είναι, θα μείνουμε παράλυτοι». Επίτηδες το ’πε, επειδή δεν του μίλαγε. Ο Κώτσιας είχε απαντήσει σ’ έναν στο ίντερνετ ότι η CS υπάρχει σε μικρή ποσότητα στα δακρυγόνα. «Η δηλητηρίαση στις αναπνευστικές οδούς επιφέρει ανικανότητα αντίδρασης. Όταν η δηλητηρίαση είναι πιο έντονη, προκαλείται πανικός, και το άτομο αδυνατεί να εισπνεύσει και να εκπνεύσει. Σε πολύ μεγάλες δόσεις προκαλούνται εγκαύματα στο δέρμα και εκτεταμένη καταστροφή των ιστών. Η άμεση επαφή με τα μάτια μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή του κερατοειδούς. Γι’ αυτό να μη βγάζεις τη μάσκα σου». Σα να τον άκουγε με ’κείνη τη φωνή του. «Εμείς όμως τη ρίχνουμε σε μικρές ποσότητες στους πολίτες».



Στο Γκλάμουρ έπαιζε ακόμα μουσική. Σκέτος τσιμεντόλιθος ήτανε, ένα ισόγειο και δεν είχε Ελληνίδες. Πήγαιναν και οικογενειάρχες. Δίπλα στην αυλή, στο συνεργείο του Παντελεάκου, έφτιαχνε παπιά στα οφ. «Εγώ δεν τη βγάζω τη μάσκα σήμερα», έκανε. Όπως πέρναγαν, η πόρτα του Γκλάμουρ άνοιγε πίσω τους. Ήθελε να γυρίσει να κοιτάξει αλλά ντράπηκε.

Φτάσανε στις γραμμές του τρένου. Είχε ζεσταθεί πιο καλά. Η μισή Αιτωλικού κι ούτε ένα αυτοκίνητο. Κανονικά τώρα ξυπνάγανε για Ασπρόπυργο να πάνε να δουλέψουνε. Όλοι πάνω θα ’τανε σήμερα, ξεκούραστοι. Είχε κάνει τη μαλακία και είδε ειδήσεις. Ο Κώτσιας του ’χε πει να μη βλέπει ειδήσεις απ’ την προηγούμενη μέχρι και δυο μέρες μετά. Δεν είχε κοιμηθεί και πολύ, δυο τρεις ώρες. Ξύπναγε συνέχεια. Προσπαθούσε ν’ακούσει άμα βρέχει. Ο Κώτσιας ήταν που του ’χε πει ότι με τη βροχή οι μισοί κάθονται σπίτι. Ότι καμιά φορά είναι θέμα τύχης αν θα ’χει εκατό ή τρακόσιες χιλιάδες. «Καμιά φορά εκεί που κανένα απλυτάκι μού πετάει πέτρα, βάζω ένα σημάδι πάνω του», του ’χε πετάξει επίτηδες να τσακωθούνε μια μέρα, «το μπουφάν ή το παντελόνι του». Κοιτάω να δω που θα πάει. Τον βάζω στο μάτι. Άμα κάνουμε ντου, τρέχω προς το μέρος του». «Πολίτες αποκρούεις, όχι ανθρώπους», είχε πει ο Κώτσιας. Υπάλληλος ήτανε. Μοίραζε τις γκλομπιές όπως θα μοίραζε φάκελα σε θυρίδες. «Να του δώσω τον αριθμό μητρώου μου να του πω έλα στα μανιάτικα να με βρεις, ε; Φαντάζεσαι; Να κατέβουν οι αναρχικοί στα μανιάτικα; Θα τους θάψουμε στο Σχιστό». Γύρισε και τον κοίταξε που περπάταγε δίπλα του, κάτω απ’ το αστυνομικό μπουφάν ήτανε χωρίς σώμα. «Ούτε εμείς πάμε στα Εξάρχεια», είχε απαντήσει. «Διαίρει και βασίλευε».

Είδανε το λιμάνι μέσα απ’ τα τελευταία μηχανουργεία στου Παπαστράτου. Αρχίζανε τα κτίρια των ναυτιλιακών. Μπιρώ βέριτας, η αλτομέρ, η θεομάρ, η ρίνα ελλάς πιο κάτω, η όιλ τρέιντινγκ στο τέλος. Στα φιμέ τζάμια τους δε φαινόταν τίποτα. Ο θείος του άμα έπαιρνε σύνταξη θα πήγαινε υπεύθυνος ασφαλείας στον Μελισσανίδη. Διάβασε με δυσκολία τα φουγάρα του Βιτσέντζου Κορνάρου για Κύθηρα. Και στις άλλες πορείες είχε πάει σχεδόν άυπνος. Σα να μην έβλεπε σε όλο το πλάτος, αλλά κάπως μόνο ίσια μπροστά που δεν είχε κοιμηθεί. Αλλά σε βάθος. Αυτό βοήθαγε που βαρούσε σα μηχανή. «Αστοχείς και ξοδεύεις δυνάμεις έτσι», του ’χε πει ο Κώτσιας. Όποιος τη φάει σωστά, τα μαζεύει και πάει σπίτι του. Άρα μείον ένας. Άρα, θα τελειώσουμε πιο νωρίς. Στην αρχή ένιωθε τα πόδια του να παίρνουνε φτερά απ’ τα ντου ή την παράταξη. Αλλά μετά από τις πρώτες ώρες δεν το άντεχε άλλο. Έχουν κρατήσει τη θέση τους, έχουν αποκρούσει τα κύματα που πέφτουν πάνω τους να σπρώξουν, να τους πετάξουν πέτρες και καδρόνια, αλλά όσο πιο πολύ χτυπούσε στα τυφλά τόσο ένιωθε σα να περίμενε να περάσει το ωράριο, το σώμα του από την αρχική υπερένταση γινότανε σα μηχανικό. Ξαφνικά ένιωθε σα να μην είχε καταφέρει τίποτα τόσες ώρες. Σα να βαρούσε για το τίποτα. Τότε προσπαθούσε να βάλει κάποιον στο μάτι.

«Λένε ότι θα ’ναι όλα τα επαγγέλματα, ε;», έκανε. «Μεταλλουργοί, χαλυβουργοί, χυτήρια, διυλιστήρια, χημικές, οικοδομικές, φορτηγατζήδες, ταξιτζήδες, μαγαζάτορες, σκουπιδιάρηδες, σερβιτόροι, ιδιωτικοί, δημόσιοι, συμβασιούχοι, ωρομίσθιοι, απολυμένοι, άνεργοι, φοιτητές, μαθητές, θα κατέβουν οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι, οι ψαράδες απ’ τα νησιά. Μέχρι και το ΠΑΜΕ λέει έδωσε ελεύθερο. Οι οικοδόμοι λέει ρε μπροστά, με τους λιμενεργάτες. Και τους φορτηγατζήδες. Βγήκε ένας από την ΠΝΟ και είπε ότι έκανε βάρη όλη τη βδομάδα το αρχίδι».

Είχε υψώσει τη φωνή του, σχεδόν με λυγμούς. Κοίταξε στα καράβια. Ήταν δεμένα ένα μήνα. «Εμείς τι φταίμε άμα τους γαμήσουμε;», έκανε πνιχτά.

Ο Κώτσιας είχε σταματήσει. Σα να ’νιωσε ξαφνικά πιο κρύο απ’ την απουσία δίπλα του, και γύρισε ανήσυχος να τον ψάξει. Κοίταζε κι αυτός τα καράβια. Είχε τραβηχτεί το κασκόλ κάτω απ’ το παγωμένο πρόσωπό του, ήταν σαν άγιος με την κουκούλα τέτοια ώρα.

«Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων», είπε. «Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα: η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ασυμφιλίωτες».

Η φωνή του σα να τον ησύχασε. «Μιλάνε όλοι αυτοί για ιερό καθήκον», έκανε. Δεν ήταν βέβαιος αν κόλλαγε, αλλά είχε νιώσει μέσα του να το πει. Ο ουρανός χάραζε.
«Το κράτος δεν είναι ουδέτερο γιατί το χρησιμοποιεί η ιθύνουσα τάξη. Το κράτος είναι όργανο κυριαρχίας ορισμένης τάξης. Η ουδετερότητά μας έγκειται μόνο στο ότι θα κάναμε το ίδιο κι άμα ήταν κυρίαρχη μια άλλη τάξη».

Είχε γυρίσει και τον κοίταζε τώρα κι αυτός, ο Κώτσιας δηλαδή με τα άψυχα μάτια του, κάπως όπως έστριψε το λαιμό όμως η κουκούλα έπεσε και τα μαλλιά του σηκώθηκαν ανάκατα στον αέρα και του’δωσαν την αίσθηση ενός φριχτού ανθρώπου.

«Εγώ δεν έχω κοιμηθεί σχεδόν καθόλου», του έκανε.
«Ούτε ’γω», έκανε κι ο Κώτσιας.
Ένιωσε ξαφνικά πως είχανε μια αποστολή πιο συγκεκριμένη, ένα σκοπό.

Βγήκανε Ακτή Μιαούλη. Όλο το λιμάνι ανοίχτηκε μπροστά τους φωτισμένο μέχρι κάτω τον ΟΛΠ, και μύρισε η θάλασσα. Από την άλλη ο αέρας έφερε μουσική απ’ τη Σίσα. Έβγαινε κόσμος απ’ τις γκαραζόπορτες και μίλαγε ρωσικά. Κάτι γκόμενες πάτησαν σε σκατά και γέλαγαν. Απ’ το δρόμο μάρσαρε μια Πόρσε. Αλλά τους είδε και σταμάτησε.

Περάσανε απέναντι τη λεωφόρο να μπούνε να κόψουνε μέσα απ’ το λιμάνι μέχρι τον Ηλεκτρικό. Τα φώτα του λιμανιού σβήσανε απ’ το χρονοδιακόπτη. Αμέσως τα καράβια μαύρισαν. Μπήκαν απ’ το πορτόνι του φράχτη αλλιώς θα ’πρεπε να τρέχουνε στην Ε4. Η θάλασσα του πάγωσε το στήθος. Ήταν ερημιά. Ο χειμώνας μέσα στο λιμάνι τον ένιωθες σα να ’σουν άρρωστος. Ένιωσε την αρβύλα του να βουλιάζει με δύναμη σε μια μαλακή μάζα και τράβηξε το πόδι του με αηδία. Τα πόδια του ήταν γεμάτα ψόφια πουλιά. Είχε βουλιάξει μέσα σε τρία, τα ’χε λιώσει το ένα μέσα στο άλλο γιατί είχαν γίνει κοκκινόμαυρος πολτός. Δεν ήταν πολύ μεγάλα. Αλλά τα ’χε βρει γεμάτα. Δίπλα του ήταν καμιά δεκαριά άλλα πεταμένα το ένα πάνω στο άλλο. Γύρισε, άλλη καμιά κατοσταριά, μπορεί και πεντακόσια, μπάλες μπάλες απ’ τον αέρα και τη βροχή. Σήκωσε το κεφάλι. Όσο φως είχε βγει, είδε τη προβλήτα γεμάτη πτώματα. Μέχρι πέρα το μάτι, που έκανε γωνία στον Πελοποννήσου, στην άσφαλτο, τα παρτέρια, τα υπόστεγα των εκδοτηρίων είχαν σκεπαστεί από ψοφίμια, στα κράσπεδα, τους πάγκους, τα τραπεζοκαθίσματα αμέτρητα σα χαλί. Είχανε πέσει και στη θάλασσα και επιπλέανε σαν πίσσα.

Πισωπάτησε αλλά το τακούνι του έλιωσε τέσσερα ακόμα κεφαλάκια απ’ το λαιμό.
«Τι ’ναι αυτά ρε;», του ’φυγε μ’ ένα ανατρίχιασμα από την ίδια του τη φωνή, «τι ‘ν’αυτά γαμώ την Παναγία μου;» ούρλιαξε.
«Νεκρά», έκανε ο Κώτσιας.
Τον κοίταξε, ήταν ανέκφραστος.
«Τι νεκρά; Πού πέθαναν;»
«Πού να ξέρω». Το βλέμμα του ήταν παγωμένο. Κοίταζε σα να μέτραγε, σα να σκεφτόταν μόνο πώς θα καθαριστούνε τόσες βρωμιές. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό. «Από κεραυνούς. Πετάγανε ψηλά και πέσανε μέσα στην καταιγίδα», έκανε.
Ένιωσε ξαφνικά ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί μην πατήσει πάνω τους. Αυτό όμως τον έκανε να τρομάξει ακόμα πιο πολύ, ότι είχε κολλήσει εκεί μέσα, σ’ αυτή τη μάζα.
«Είσαι σίγουρος;», έκανε μ’ ένα παρακλητικό τόνο.
«Είναι καμένα. Δεν τα βλέπεις;»
«Είναι μαλακά. Πατιούνται σα να ’ναι ζωντανά».
«Βράχηκαν εδώ κάτω, γι’ αυτό», απάντησε.
«Δεν μυρίζουν», είπε.
«Είναι μαλακά», ξανάπε. «Μερικά ζούνε».
«Δεν ζει κανένα», έκανε ο Κώτσιας. «Είναι νεκρά και καμένα».
«Είναι μαλακά», έκανε.

Στο βάθος απ’ την Ε5 φάνηκε το λιμενικό τζιπ. Πέρασε λιώνοντας τα πρώτα στρώματα αλλά τελικά σταμάτησε μετά από λίγο και έμεινε ακινητοποιημένο μπροστά στα βόνταφον για Μύκονο.
«Δεν πρόκειται να βρέξει άλλο. Καθαρίζει», είπε. «Θα ’χει δύο εκατομμύρια».
«Θα είμαστε ογδόντα - ενενήντα χιλιάδες», γέλασε ο Κώτσιας. «Έλα», έκανε. «Μην είσαι προληπτικός».
«Πάμε έξω από το λιμάνι», κλαψούρισε.
«Όχι, από δω», ένιωσε το χέρι του Κώτσια να σφίγγει στο μπράτσο του.
«Σε παρακαλώ», έκανε σχεδόν κλαίγοντας.
Ο Κώτσιας τον τράβηξε μαλακά και προχωρήσανε μπροστά μέσα στα ψοφίμια. Προσπάθησε να μη ρίξει όλο το βάρος του στο βήμα του, να πατήσει κάπως πιο ελαφριά πάνω στη μάζα, αλλά πάλι βούλιαξε μέσα σε κάποιο κομματάκι από πεντ’ έξι, το ’λιωσε σαν κρεατάκι και έκανε πατινάζ στον πολτό και το σώμα του έχασε την ισορροπία του.
Ο Κώτσιας όμως τον συγκράτησε, τον άρπαξε πιο σφιχτά και τον στήριξε, και τον παρέσυρε μπροστά. Αφέθηκε στο μπράτσο του και στοίχισε το βήμα του στο δικό του. «Μην κοιτάς κάτω», του έκανε. Γύρισε το κεφάλι έξω απ’ το φράχτη του λιμανιού, στα γραφεία. Είδε τη Γιούρομπανκ, την Ανέκ, τη Δαναός, την Εθνική Τράπεζα, το μέγαρο της Αιτζίαν με την πύλη από λευκά μάρμαρα, όλες τις εταιρείες. Ήταν σα να πέταγε έτσι που περπάταγε κοιτώντας προς τα πάνω, και ένιωσε ασφάλεια που κρατιόντουσαν. Σχεδόν τρέχανε τώρα, τα πόδια του πέφτανε απ’ τον διασκελισμό με όλο τους το βάρος, πάταγε μαλακά κεφαλάκια και στηθάκια ή έσπαγε φτερούγες αλλά δεν τα ’νιωθε καθόλου, ήταν σα να ’χανε αναληφθεί στους αιθέρες. Στο πέρασμά τους πετάγονταν κάτω απ’ τους σωρούς αρουραίοι που τρώγανε απ’ τα πτώματα. Είχε πολλά ξεκοιλιασμένα όσο προχωράγανε όλο και βαθύτερα στις μάζες, δαγκωμένα και κομμένα σε κομμάτια, πνιγμένα στο αίμα τους, σε μερικά είχαν πέσει δύο και τρεις αρουραίοι στο ίδιο, κρεμόντουσαν σαν τσαμπιά πάνω στο σωρό. Αλλά όλα αυτά σα να ’ταν χαμηλά κάπου πολύ πιο κάτω, κάπου αλλού τώρα. Ο Κώτσιας είχε κολλήσει δίπλα του, ένιωθε τη ζεστασιά του. Τον τράβαγε μπροστά με την ίδια δύναμη και μόνο όσο προχωράγανε πιο βαθιά τον ένιωθε σιγά σιγά να χάνει κάπως τη σταθερότητά του, να παραπατάει πού και πού, να βγαίνει λίγο απ’ την πορεία του.

«Τους γαμάμε;», ψέλλισε.
«Ακούς το υπηρεσιακό;» ψιθύρισε ο Κώτσιας. Απέναντι στο βάθος, έξω από τον Ηλεκτρικό, άκουσε το υπηρεσιακό που περίμενε με αναμμένη τη μηχανή. «Έλα αγόρι μου», του έκανε.

περ. λεύγα 7 (καλοκαίρι 2012), 65-69

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου