Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

ο διάβολος, ο ηγεμόνας ... και ο τρελός (06)

το παρακάτω τρίπτυχο δημοσιεύτηκε στη λεύγα 06 τον Μάρτιο του 2012







ΣΤΟ ΕΝΕΧΥΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΡΙΟ

«Εδώ Σταβίνσκυ. Τι κάνεις αγαπητέ μου Δ*; Επιτέλους σε βρήκα! Σύρε τα τραγοπόδαρά σου να ’ρθεις να με δεις», αλάλαξε η γνώριμη φωνή από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής.

Α, δεν θα έχανα με τίποτε μια συνάντηση με εκείνο τον ξεχασμένο φιλαράκο. Είχαμε γνωριστεί τυχαία, σε μια μπυραρία της Πράγας τον καιρό της μεγάλης πολιτικής ανατροπής. Ταξιδεύαμε τότε κι οι δύο, ο καθένας για τους κρυφούς του λόγους, στις μόλις πρόσφατα απελευθερωμένες δημοκρατίες της κεντρικής Ευρώπης. Παρότι Έλληνας, μου είχε συστηθεί ως «Σταβίνσκυ», ταυτότητα που ταίριαζε γάντι σε έναν συμπαθή, μυστηριώδη απατεώνα όπως αυτός. Μια μέρα που χασομερούσαμε παρέα, σταθήκαμε μπροστά στο μεσαιωνικό, αστρονομικό ρολόι του δημαρχείου της Πράγας. Μπροστά τους λεπτοδείκτες έκανε εκείνη την ώρα την εμφάνισή του ένας αργοκίνητος, γλυπτός σκελετός, θανατερό σύμβολο του λειψού χρόνου, που τράβηξε το σχοινάκι της καμπάνας και την έκανε να σημάνει έξι ακριβώς. Ο κοινός μας ενθουσιασμός μπροστά στο μακάβριο κουκλοθέατρο του ρολογιού έδεσε τη φιλία μας για πάντα. Αργότερα, ο Σταβίνσκυ μού φανέρωσε πως, όταν «θα ερχόταν η ευλογημένη ώρα» (η καμπάνα είχε πια σιγήσει), σκόπευε να παρατήσει τις ανεξιχνίαστες δουλειές του, ώστε να αφιερωθεί στην ιστορία της τέχνης, στην οποία κόμπαζε πως ήταν ειδήμων.

Τα στόρια του ενεχυροδανειστηρίου έκλεισαν απότομα μόλις μπήκα. Ο ιδιοκτήτης του, ο ψευτο-Σταβίνσκυ αυτοπροσώπως, με αγκάλιασε και με φίλησε με ορμή, σέρνοντας ακούσια με το φαρδύ μανίκι του σακακιού του έξι χρυσά δόντια αποθεμένα στον πάγκο του γραφείου του. «Χρυσές δουλειές βλέπω!», είπα σαρκαστικά την ώρα που τα δόντια κατρακυλούσαν κροταλίζοντας στο μωσαϊκό του ενεχυροδανειστηρίου. «Ήλιος με δόντια», αποκρίθηκε ο πανούργος Σταβίνσκυ, υπαινισσόμενος περισσότερο την άνθηση του επαγγέλματός του, παρά τον παγερό καιρό.

«Ενεχυροδανειστής λοιπόν. Τι έξυπνος επαγγελματικός ελιγμός στους καιρούς της Κρίσης!», δήλωσα θαυμαστικά. «Ας μη μιλάμε για δουλειές, που να με πάρει… Ας μιλήσουμε για τέχνη», με διέκοψε ο Σταβίνσκυ. «Ξέρεις, παλιόφιλε, η Κρίση, δεν υπάρχει παρά μόνο στα μυαλά των ανθρώπων», αποφάνθηκε στακάτα. «Μα…», αντέδρασα, βλέποντας στην κλειδωμένη βιτρίνα πλάι μου να αστράφτουν κάμποσα χρυσά ρολόγια. «Βλακείες!», ξέσπασε εκείνος. «Τα περί Κρίσης τα διαψεύδει το θεώρημα Σταβίνσκυ. Πρόκειται να το παρουσιάσω σε ένα opening μιας έκθεσης του ιδρύματος Ν*. Είσαι ευπρόσδεκτος φυσικά!». 

Ανυπομονούσα να ακούσω το περίφημο θεώρημα Σταβίνσκυ και τον πίεσα να μου το αποκαλύψει: «Είναι απλό, διάβολε! Στους καιρούς κρίσης η τέχνη θριαμβεύει. Μα τώρα, εδώ, ποια μορφή τέχνης βλέπεις στ’ αλήθεια να φωτοβολά, να πρωτοπορεί;». «Καμία στ’ αλήθεια», είπα δειλά. «Ακριβώς!», αναφώνησε. «Συνεπώς, φίλε μου, η κρίση απλούστατα δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, θα τη βλέπαμε αποτυπωμένη σε κάποιο σπουδαίο έργο τέχνης της εποχής μας».

Έφυγα από το κατάστημα του Σταβίνσκυ προβληματισμένος. Καθώς περπατούσα προς το Σύνταγμα, ανάμεσα σε μια λαοθάλασσα που άρπαζε πατάτες και κρεμμύδια από τους πάγκους μιας αυτοσχέδιας λαϊκής αγοράς, στημένης αντίκρυ στο κοινοβούλιο, άστραψε μέσα μου το θεώρημα Σταβίνσκυ: αυτά τα πειναλέα αρπακτικά είχαν πειστεί πως η χώρα βρισκόταν σε Κρίση. Προσέγγιζαν την πραγματικότητα –οι αμαθείς– ενστικτώδικα, διαισθητικά. Μα όπως μου είχε μόλις δείξει ο ιδιοφυής απατεώνας Σταβίνσκυ, την πραγματικότητα είναι σωστό να την προσεγγίζει κανείς μονάχα αισθητικά.

Άγης Πετάλας








Η ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΟΡΘΩΣΗ

«Ακόμη και η απλούστερη σκέψη και γνώση φανερώνει ότι η εθνική ανάπτυξη μπορεί να γίνει μόνο με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, δηλαδή με τον αντίστοιχο περιορισμό της κατανάλωσης, προ παντός όταν τα καταναλωτικά αγαθά η χώρα δεν τα παράγει αλλά τα εισάγει, και για να τα εισαγάγει δανείζεται, δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της. Ο δρόμος της ανάπτυξης είναι ο δρόμος της συσσώρευσης, της εντατικής εργασίας και της προσωρινής τουλάχιστον (μερικής) στέρησης, ενώ ο δρόμος της (βραχυπρόθεσμης μόνον) ευημερίας είναι ο δρόμος του παρασιτισμού και της εκποίησης της χώρας. Αυτή η άτεγκτη οικονομική αλήθεια ισχύει ανεξάρτητα από το κοινωνικό και ηθικό πρόβλημα της διανομής των βαρών και της ιεράρχησης ων στερήσεων» (Παναγιώτης Κονδύλης, 1991). Εικοσιένα χρόνια μετά και εν μέσω μιας δραματικής κρίσης, δύσκολα νομίζω πως μπορεί ένας νοήμων πολίτης, και μάλιστα πολιτικός, να θελήσει να προσθέσει ή να αφαιρέσει έστω και μία λέξη στη φράση αυτή του αείμνηστου Κονδύλη.

Ευθύνη μας είναι να καταστήσουμε σαφές: τώρα που τέλειωσαν τα δανεικά, ο μόνος τρόπος για να διατηρήσουμε το υψηλό βιοτικό μας επίπεδο είναι να στραφούμε αποφασιστικά προς τις αξίες της εργασίας, της παραγωγικότητας, της ανάπτυξης και γι’ αυτό της ατομικής και συλλογικής προσπάθειας. Περισσότερο από καινοτόμους νόμους και φιλόδοξα μέτρα, η χώρα έχει ανάγκη από μια στέρεη λογική της ατομικής και της συλλογικής προσπάθειας. Πρέπει να συντονιστούμε όλοι στην προσπάθεια να ξανακερδίσουμε το καλό μας όνομα στη Ευρώπη και τον κόσμο, την αξιοπιστία μας ως χώρα και να επιστρέψουμε στην ευημερία ατομικά και συλλογικά. Θα τα καταφέρουμε αν πάψουμε να χάνουμε χρόνο, αν συναισθανθούμε ότι κάθε ήμερα που περνά είναι για να δίνουμε μάχες. […]

Η Νέα Ελληνική Ανόρθωση προϋποθέτει τη στήριξη του λαού, των πολιτών, ατομικά και συλλογικά. Η στήριξη αυτή υπάρχει. Οι πολίτες, στα χρόνια αυτά της κρίσης, έδειξαν δυναμικό χαρακτήρα και βούληση να βοηθήσουν την πατρίδα μας και τους εαυτούς τους. Η Νέα Ελληνική Ανόρθωση, όμως, προϋποθέτει και ριζοσπάστες, θεληματίες πολιτικούς και αντίστοιχα κόμματα και οργανώσεις. Χρειαζόμαστε δύναμη, ριζοσπαστισμό, ηρωισμό στην εφαρμογή του σχεδίου για την ανασυγκρότηση της Ελλάδας. […] Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να προσφέρει στον τόπο αυτή την υπηρεσία με τη μετατροπή του σε ένα δυναμικό, ευρωπαϊκό, μεταρρυθμιστικό, σοσιαλδημοκρατικό Κίνημα, ενσωματώνοντας όλες τις υγιείς δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας και της νεολαίας μας. Οι πελατειακές πολιτικές σχέσεις, ο παρασιτισμός, ο κορπορατισμός, ο νεποτισμός, που κυριαρχούν επί δεκαετίες, πρέπει αμέσως να περάσουν στο χθες. Το ΠΑΣΟΚ, ως Κίνημα λαού και νεολαίας, θα στηριχθεί έτσι στις πιο υγιείς δυνάμεις του τόπου, στους πολίτες που θα ανασκουμπωθούν και θα παλέψουν για ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης, αξιοκρατία, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη, μέσα σε συνθήκες πραγματικής Δημοκρατίας. Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία θα παραχωρήσει τη θέση της, αποχωρώντας μαζί με την οικονομική κρίση, σε μια Νέα Ελλάδα, ακμαία κι αξιόπιστη, θεμελιωμένη σε ένα νέο Σύνταγμα. Ο αγώνας γι’ αυτήν την κατάκτηση θα είναι μακρύς και δύσκολος, αλλά θα τον κερδίσουμε.

Ανδρέας Λοβέρδος, Θέσεις για τη Νέα Ελληνική Ανόρθωση (16.2.2012), σ. 37-38, 74-75.







«Ο ΚΥΚΛΟΣ ΚΛΕΙΝΕΙ»

Εκείνοι που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της παραγωγής επιχειρημάτων για λογαριασμό της ιδεολογίας της κρίσης είναι το δίχως άλλο οι οικονομολόγοι. […] Εδώ περιλαμβάνονται και νεαροί οικονομολόγοι που έχουν καταλάβει πανεπιστημιακές θέσεις… και πολύ συχνά διαθέτουν δεσμούς με τα συνδικάτα. Στο δίλημμα μεταξύ της πλευράς της εργατικής τάξης και της αστικής ακαδημαϊκής οικονομικής επιστήμης έχουν επιλέξει δίχως εξαίρεση τη δεύτερη. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, ακριβώς μέσω μιας διαφορετικής ερμηνείας της κυρίαρχης ιδεολογίας της κρίσης, έχουν συνεισφέρει στην οικονομική επιστήμη, έχουν βοηθήσει «να κλείσει ο κύκλος».

Αν λοιπόν το ιταλικό πολιτικό σύστημα κατόρθωσε να παρέμβει αυτόνομα στη διαδικασία της αναπαραγωγής των τάξεων μέσω διαφόρων ειδών κρατικών παροχών, μια από τις κεντρικότερες τέτοιες παροχές ήταν η απελευθέρωση της πρόσβασης στα πανεπιστήμια από το 1969 και μετά. […] Η απελευθέρωση της πρόσβασης στα πανεπιστήμια, τουλάχιστον στα χαρτιά, ευνοεί την κοινωνική άνοδο. Ένας νέος της εργατικής τάξης μπορεί να ξεφύγει από τον δρόμο της προηγούμενης γενιάς και να αποφύγει το εργοστάσιο ή γενικότερα τη χειρωνακτική εργασία. […] Ταυτόχρονα, βέβαια, έχουμε ανάλογη αύξηση του διδακτικού και του βοηθητικού προσωπικού. Σε αυτό το σημείο, οι αρχιερείς της οικονομίας αρχίζουν να διαμαρτύρονται. […] Διαμαρτύρονται… πως η λαμπρή προοπτική επαγγελμάτων που διαφέρουν από τη δουλειά στο εργοστάσιο δεν αποτελεί επαρκές κίνητρο για να εργαστούν παραγωγικά οι νέοι απόφοιτοι. Αντιθέτως, είναι μια προοπτική που στρέφει τους απόφοιτους προς τον κόσμο του εισοδήματος που προέρχεται από τη σφαίρα της κυκλοφορίας, προς τον κόσμο της προσόδου (του χρήματος ως χρήματος, του χρήματος που έχει αποσπαστεί από το κύκλωμα του παραγωγικού κεφαλαίου). […] Και το γενικό συμπέρασμα… είναι ότι δεν ωφελεί να αναπαράγει κανείς μια μικρομεσαία μπουρζουαζία και να της αποδίδει αντεργατικό ρόλο, αν αυτή πρόκειται να εξελιχθεί σε μη παραγωγική τάξη που ζει με την πρόσοδο!

Ένας αόριστος εξισωτισμός κάνει την εμφάνισή του στο πεδίο των οικονομικών ιδεών, ένα ανελέητο ψείρισμα του εισοδήματος του υπαλλήλου γραφείου, του φοιτητή και του εργάτη του τριτογενούς. Σε αυτό το ψείρισμα δεν υπάρχει φυσικά θέση για το γεγονός ότι το κεφάλαιο-που-παράγει μετατρέπεται σε κεφάλαιο-που-παράγει μερίσματα. Στις πιο αισχρές του μορφές, μάλιστα, αυτός ο εξισωτισμός αποκτά τόνους εργατίστικου σωβινισμού. Απ’ ό,τι φαίνεται, δηλαδή, δεν είναι το κεφάλαιο που εκμεταλλεύεται τον εργάτη, αλλά ο ταχυδρόμος, ο γαλατάς, ο φοιτητής. Είναι μια ιδεολογία χυδαία αλλά αποτελεσματική, έτοιμη ήδη από τα γεννοφάσκια της να φτιάξει κύρια άρθρα στις καθεστωτικές εφημερίδες. […] Κι έτσι ο κύκλος κλείνει: εκείνο που πρωτύτερα οριζόταν ως μικρομεσαία μπουρζουαζία που ζούσε από την πρόσοδο (οι προνομιούχοι, με άλλα λόγια), τώρα στιγματίζεται ως η απογοητευμένη «λούμπεν μπουρζουαζία», η «απελπισμένη νεολαία» ή ακόμη «το περιθώριο». Με άλλα λόγια, μας λένε οι οικονομολόγοι, η μηχανή που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε για να σταθεροποιήσει το σύστημα αναλαμβάνοντας αντεργατικό ρόλο (αυτό δεν το λένε) πολύ απλά τσάκισε υπό το βάρος της κρίσης – και ιδού τα στρεβλά της αποτελέσματα!

Σέρτζιο Μπολόνια, «Η φυλή των τυφλοπόντικων» [1977], στο AUTONOMIA:
απόψεις, αγώνες, μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων (1970-1980),
Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, Αθήνα 2010, σ. 76-78.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου