Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Άρης Γκότζιος: Δέκα ημέρες προτέστο στο Ταξίμ

Προτέστο (protesto) στα τουρκικά σημαίνει διαδήλωση, έρχεται από το πλήθος των γαλλικών λέξεων που ενσωματώθηκαν στην τουρκική γλώσσα κατά την ατελή προσπάθεια εκσυγχρονισμού τις τελευταίες δεκαετίες της σουλτανικής οθωμανικής εξουσίας. Η σύγχρονη Τουρκία συγκλονίστηκε συχνά από μεγάλα προτέστα: το κίνημα για την εθνική ολοκλήρωση αρχικά, το εργατικό κίνημα, το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κίνημα για την αυτοδιάθεση των μειονοτήτων μπόρεσαν κατά καιρούς να φέρουν στους δρόμους δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκους πολίτες έτοιμους να συγκρουστούν με την εκάστοτε κυβέρνηση, ενίοτε να την ανατρέψουν, αλλά και άλλοτε να προκαλέσουν τη φοβισμένη αντίδραση ενός πολιτικού συστήματος που ήταν συνηθισμένο να απαντάει με δικτατορίες και αναστολή της αστικής δημοκρατίας. Στις 30 Μαΐου του 2013 ξεκίνησε από το κεντρικό σταυροδρόμι και την ομώνυμη πλατεία του Ταξίμ και το πάρκο Γκεζί που βρίσκεται ακριβώς δίπλα ένα από τα μεγαλύτερα προτέστο που γνώρισε ποτέ η Τουρκία· στις επόμενες σελίδες συναντιούνται σκέψεις, εικόνες και πρόσωπα αυτών των ημερών, από τη ματιά ενός συνεργάτη της λεύγας που τα έζησε από κοντά.


Η Σ. γεννήθηκε το 1974 στην Άγκυρα και ο πατέρας της υπήρξε γραμματέας διεύθυνσης υπουργείου στις αρχές του ’90. Επέστρεψε πρόσφατα στην Τουρκία μετά από διδακτορικές σπουδές και μερικά χρόνια εργασίας στην Αμερική και αναζητά τώρα τον επόμενο σταθμό στην πατρίδα της. Όλα της φαίνονται αλλαγμένα προς το χειρότερο. Δύσκολα κάποια από τις δουλειές που έχει βρει μέχρι τώρα θα μπορούσαν να τη συντηρήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Από τη μέρα που ξεκίνησαν τα γεγονότα του Ταξίμ είναι κολλημένη συνέχεια στο άι-φον της, και όποτε το επιτρέπουν οι δουλειές της περνάει πολλές ώρες στο Ταξίμ, διαδηλώνοντας το πραγματικό της μίσος για την κυβέρνηση Ερντογάν και τον φόβο της ότι όλα εκείνα με τα οποία μεγάλωσε θα χαθούν για πάντα.

Ανάμεσα σε εκατοντάδες φωτογραφίες που κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο και τα ΜΜΕ από τις μαζικές διαδηλώσεις στην Κωνσταντινούπολη και τις άλλες μεγάλες πόλεις της Τουρκίας υπάρχει μία που απεικονίζει μια νεαρή κοπέλα να κρατά ένα χειρόγραφο πλακάτ με τις λέξεις «Tahrir-Syntagma-Taksim», υπογραμμίζοντας την προφανή σχέση. 

Μελετώντας κανείς την ιστορία, είναι δύσκολο να ξεπεράσει την παρατήρηση ότι οι επαναστάσεις κατά τη νεωτερική εποχή έχουν μια πύκνωση στο χρόνο. Οι ξεσηκωμοί του 19ου και 20ου αιώνα μοιάζουν να ανθίζουν σαν διαφορετικά λουλούδια σε ένα πολύχρωμο μπουκέτο με μεγάλη ποικιλία, όλοι μαζί αλλά και αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο Μαρξ το κατάλαβε νωρίς, έχοντας μπροστά του το πρόσφατο παράδειγμα του 1848, όταν οι επαναστάσεις και οι εξεγέρσεις στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διαδέχονταν η μία την άλλη με ρυθμό καταιγιστικό (Ιταλία, Γαλλία, γερμανικά κράτη, Αυστρία, Ουγγαρία και άλλες μικρότερες χώρες). Αυτές ήταν οι πρώτες εξεγέρσεις που πήραν το προσωνύμιο Άνοιξη, τότε ήταν η Άνοιξη των Ευρωπαϊκών Λαών, πολύ πριν οι πλατείες και οι δρόμοι της Βόρειας Άφρικης σημάνουν μια νέα Άνοιξη, αυτήν τη φορά την Αραβική Άνοιξη. Τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, ο Λένιν ήταν εκείνος που μπόρεσε να κατανοήσει καλύτερα και να εκφράσει την επόμενη δέσμη επαναστάσεων, αυτή τη φορά αποφασισμένων να αλλάξουν τα πάντα: η σοβιετική Ουγγαρία του Μπέλα Κουν, η Γερμανική Επανάσταση του ’18-’19 και πάνω απ’ όλες η μοναδική επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία. Τα χρόνια γύρω από το 1968 επεφύλαξαν ένα νέο κύμα εξεγέρσεων που σάρωσε ξανά την Ευρώπη και σε κάποια αναλογία ολόκληρον τον κόσμο, αυτή τη φορά με νέα αιτήματα, πιο ουτοπικά και λιγότερο ανατρεπτικά.

Μικρή αμφιβολία μπορεί να υπάρξει λοιπόν ότι το προτέστο του Ταξίμ έχει σχέση με τις αραβικές εξεγέρσεις των προηγούμενων χρόνων, και ακόμη περισσότερο με το Κίνημα των Πλατειών στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο ευρωπαϊκό νότο, αλλά και με το κίνημα Occupy, που ανακίνησε πέρσι τις ΗΠΑ από τον αιώνιο κινηματικό ύπνο. Ο ορισμός και η περιγραφή αυτής της σχέσης βέβαια είναι ζητήματα πολύ πιο δύσκολα από τη διάγνωσή της, και σίγουρα είναι πολύ νωρίς ακόμη για κάτι τέτοιο. Ίσως το μόνο που μπορεί με ασφάλεια να υποστηριχτεί σε συνάρτηση και με το παρελθόν είναι ότι οι νέου τύπου εξεγέρσεις δεν είναι απλό παράγωγο των νέων μέσων και της δικτύωσης, ούτε εξαρτώνται αποκλειστικά από αυτά για να θεριέψουν και να εξαπλωθούν, αντιθέτως έχουν βαθιές ρίζες στο ανατρεπτικό παρελθόν, παρόν και μέλλον της ανθρωπότητας.

Ο Ν. είναι 34 ετών, γεννημένος στο Βαν στις όχθες της ομώνυμης λίμνης και το πιο σημαντικό στοιχείο της ταυτότητάς του είναι ότι έχει κουρδική καταγωγή. Θυμάμαι ότι πριν από κάποια χρόνια μου είχε δώσει ένα κουρδικό μαντίλι για τις πορείες στην Αθήνα, για να μου δείξει την αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους. Συχνά αφηγείται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η οικογένειά του αλλά και ο ίδιος προσωπικά, εξαιτίας της καταγωγής του· θυμάμαι πάντοτε την αφήγηση για τα δύο πρώτα του ξαδέρφια, που ο ένας είναι στο βουνό με το αντάρτικο, και ο άλλος λοχίας στη στρατοχωροφυλακή. Ζορίστηκε να τελειώσει το μεταπτυχιακό του σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο της ανατολικής Τουρκίας και τα καλοκαίρια συνήθως δουλεύει στην οικοδομή για να μαζέψει τα αναγκαία χρήματα. Αυτήν την εβδομάδα ετοιμάζει τον γάμο του και έτσι δεν βρέθηκε σε καμία από τις συγκεντρώσεις. Μου είπε ότι κατανοεί τους διαδηλωτές, αλλά φοβάται μήπως όλα αυτά τελικά καταστρέψουν τη μεγαλύτερη ευκαιρία που είχε ποτέ μέχρι τώρα ο κουρδικός λαός. Δεν γνωρίζω αν τελικά κατέβηκε μετά τον γάμο του, όταν και το κουρδικό κόμμα αποφάσισε, έστω και με κάποια επιφύλαξη, να συμμετάσχει στο Ταξίμ.

Από πού ήρθε όμως ένα τόσο μεγάλο και δυναμικό προτέστο που συντάραξε την Κωνσταντινούπολη και πολλές άλλες πόλεις της Τουρκίας; Η Τουρκία υπήρξε τα τελευταία χρόνια το θαύμα της γωνιάς αυτής του κόσμου. Ενώ η κρίση χτυπούσε παντού, η Τουρκία παρουσίαζε μια ανθηρή ανάπτυξη στηριγμένη στη σχεδόν ατελείωτη ενδοχώρα της, στον μεγάλο πληθυσμό, στη μη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον έντονο προστατευτισμό και σε μια μοναδική ευελιξία στην αγορά εργασίας, που συνοψίζεται εύκολα σε δύο φράσεις: απόλυτη εργοδοτική ασυδοσία και ανυπαρξία πλαισίου για οποιαδήποτε διεκδίκηση από την πλευρά των εργαζομένων.

Έτσι, και με βασικό μοχλό τις μεγάλες πόλεις, η Τουρκία μεταμορφώθηκε σε έναν παράξενο συνδυασμό ατμομηχανής της φιλελεύθερης οικονομίας με έντονες νότες ενός ανατολίτικου μοντερνισμού. Στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στην Άγκυρα, την Αντάλυα, τη Σμύρνη και αλλού, οι ευρωπαίοι που ζουν και εργάζονται είναι πλέον χιλιάδες και κάθε χρόνο ο αριθμός τους αυξάνεται – μεταξύ αυτών είμαι και εγώ. Εταιρείες και πανεπιστήμια προσλαμβάνουν κόσμο από τη διεθνή αγορά πληρώνοντας μισθούς που στην Ευρώπη ούτε καν τους ονειρεύονται πλέον. Υπάρχουν απίθανοι προορισμοί, όπως λ.χ. το μακρινό Μάρντιν κοντά στα σύνορα με τη Συρία και το Ιράκ (γνωστό στο ελληνικό κοινό αποκλειστικά από την τηλεοπτική σειρά Σιλά), που διαθέτει ένα ολοκαί νουργιο πανεπιστήμιο, το Αρτουκλού (Artuklu Üniversitesi), όπου πολλοί από τους διδάσκοντες είναι Βρετανοί, Γερμανοί, Ιταλοί κ.ά. Ευρωπαίοι με τίτλους επιπέδου Οξφόρδης και Χάρβαρντ. Και άλλοι πολλοί θα πήγαιναν με την πρώτη ευκαιρία σε αυτήν τη συγκυρία της οικονομικής κρίσης, αν προσφέρονταν και άλλες θέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι το Πανεπιστήμιο του Μάρντιν αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εγχειρήματα της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης Ερντογάν, καθώς για πρώτη φορά σε τουρκικό πανεπιστήμιο μέρος των μαθημάτων διδάσκεται και στα κουρδικά.

Ο Χ. γεννήθηκε το 1976 στην Πόλη και είναι μισός Ρωμιός, σπούδασε σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια και συνέχισε στο εξωτερικό, ενώ σήμερα ασχολείται με τα εκδοτικά. Πάντοτε υπήρξε οργανωμένος πολιτικά σε κόμμα της αριστεράς, όποιο τίμημα και αν είχε αυτό στην αυταρχική τουρκική κοινωνία. Ακόμη βρίσκεται στο μετερίζι του αγώνα και στα μπλοκ της οργάνωσής του, όλη μέρα σχεδόν, στο Ταξίμ και στο πάρκο Γκεζί. Γράφει συχνά στο ίντερνετ και σε εφημερίδες για τα γεγονότα, αλλά παντού είναι μετρημένος και προσεκτικός για το πού θα βγει η κατάσταση. Η δυναμική της εξέγερσης υπήρξε μοναδική στα χρονικά, αλλά επίσης μοναδική είναι και η ευκαιρία για το κόμμα του, που ανήκει στο σύμπαν της πολυδιασπασμένης κομμουνιστογενούς αριστεράς στην Τουρκία, να έρθει σε επαφή με ευρύτερες μάζες και να ζυμωθεί, και ίσως να περάσει το μήνυμά του ευρύτερα.

Η οικονομική ανάπτυξη, όσο και αν στηρίχτηκε σε στρεβλώσεις και ανισότητες, βοήθησε εκατομμύρια Τούρκους να βελτιώσουν το επίπεδο της ζωής τους αισθητά τα τελευταία δέκα χρόνια. Η σταθερή αστική ανάπτυξη, τόσο στην οικοδομή όσο και στη δευτερογενή παραγωγή, προσέλκυσε πληθυσμούς από την ύπαιθρο σε μια διαδικασία προλεταριοποιήσης, που μεταφράζεται σε εντυπωσιακή βελτίωση των συνθηκών ζωής τους: από τα αγροτικά χωριά της Ανατολίας (συνήθως χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό), βρέθηκαν στις παρυφές έστω των πόλεων, σε σύγχρονες πολυκατοικίες με πρόσβαση σε μια σειρά από άγνωστες μέχρι χθες υπηρεσίες. Τα πολυπληθή αυτά στρώματα, συντηρητικά από τη φύση τους, τόσο κοινωνικά όσο και θρησκευτικά, αναγνώρισαν στην κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkιnma Partisi, AKP) την πολιτική δύναμη στην οποία οφείλουν την οικονομική τους άνοδο, αλλά και την πολιτική τους χειραφέτηση. Καθ’ όλη σχεδόν τη ζωή της Τουρκικής Δημοκρατίας τα αγροτικά συντηρητικά στρώματα της ενδοχώρας, και ιδίως της κεντρικής Ανατολίας, αντιμετωπίζονταν από τις αστικές εκσυγχρονιστικές (κεμαλικές) ελίτ ως πολίτες β΄ κατηγορίας, καταδικασμένοι στην άγνοια, την αμορφωσιά και την περιθωριοποίηση. Το ΑΚΡ τους έδωσε για πρώτη φορά την ευκαιρία να αρθρώσουν φωνή, έστω και αν αυτή δεν ήταν εκείνη που ήθελε να ακούσει το υπόλοιπο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η πόλωση της τουρκικής κοινωνίας είναι μοναδική. Όποιος επισκέπτης έχει την ευκαιρία να κινηθεί ή να εργαστεί έξω από τα σχετικά αποστειρωμένα αστικά κέντρα ή τις ιδιαίτερες τουριστικές παραλιακές ζώνες, εύκολα παρατηρεί τις αντιθέσεις. Στα περισσότερα προάστια των μητροπολιτικών κέντρων όπως η Κωνσταντινούπολη, η Άγκυρα και η Σμύρνη, εξολοκλήρου σε μεγάλες πόλεις της επαρχίας όπως το Ικόνιο, το Αφιόν, το Ουσάκ, το Άκσεχιρ κ.ο.κ., αλλά και στα περισσότερα αγροτικά χωριά και κωμοπόλεις, το ΑΚΡ σαρώνει με ποσοστά πάνω από 70%. Μαζί με τα συντριπτικά εκλογικά ποσοστά πηγαίνει και η συντηρητική πολιτική, και ένας ιδιαίτερα συγκρατημένος ισλαμικός τρόπος ζωής. Αντιθέτως, η συντριπτική πλειονότητα των μορφωμένων στρωμάτων στις ίδιες περιοχές (γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί και συνήθως πανεπιστημιακοί) είναι φανατικά εναντίον του ΑΚΡ και του αντίστοιχου τρόπου ζωής. Τα επιχειρήματα έτσι της παλιάς κεμαλικής κοσμικής φρουράς, που εκφράζεται πλέον δύσκολα λόγω της σχεδόν πλήρους διάλυσης της αστικής αντιπολίτευσης, και εκπροσωπείται τώρα κυρίως από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (Cumhuriyet Halk Partisi, CHP), αρθρώνονται συνήθως στο επίπεδο του αντιλαϊκισμού.

Είναι εξαιρετικά συνηθισμένο το υποτιμητικό αστείο ότι ο Ερντογάν θα μοιράσει στους ψηφοφόρους του ψυγεία και τηλεοράσεις και έτσι θα εξαγοράσει τις ψήφους, που θα του δώσουν άνετα το αναγκαίο ποσοστό για την επόμενη νίκη. Πίσω από τη θέαση αυτή κρύβεται η βαθιά εμπεδωμένη ρατσιστική σχέση ανάμεσα στους «λευκούς Τούρκους», όπως αυτοαποκαλούνται τα μέσα και ανώτερα αστικά μορφωμένα στρώματα της Τουρκίας, και τους «μαύρους Τούρκους», όπως ονομάζουν τους πληθυσμούς που έρχονται από την Ανατολία και είναι συνήθως περισσότερο θρησκευόμενοι. Κομμάτι λοιπόν της κρίσης που οδήγησε στα πρόσφατα προτέστα είναι και η απελπισία της μειοψηφίας που νιώθει αυτό το κοινωνικό στρώμα, παράλληλα με την αδυναμία του να απευθυνθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στους υποστηρικτές του Ερντογάν.

Με μια παράξενη αντιστροφή, θα μπορούσε κανείς έστω και κάπως αυθαίρετα να παρομοιάσει τη διακυβέρνηση Ερντογάν με την περίοδο του ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα τόσο του ’80 όσο και του ’90 σε ένα βαθμό. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, το ΑΚΡ έφερε στο προσκήνιο ένα μεγάλο κομμάτι του τουρκικού λαού που ήταν κυνηγημένο και αποκλεισμένο, περιόρισε τον ρόλο του στρατού και της χωροφυλακής, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ παράλληλα έκανε αποφασιστικά βήματα για την περαιτέρω απορρύθμιση και φιλελευθεροποιήση της οικονομίας και περιορισμό του δημόσιου και κρατικού τομέα, όπως ο Κώστας Σημίτης.

Η Ζ. είναι 32 χρονών με καταγωγή από το Ερζερούμ και εργάζεται ως καθαρίστρια στην εστία ενός μεγάλου ιδιωτικού πανεπιστημίου, ουσιαστικά είναι υπάλληλος του εργολάβου που έχει αναλάβει τον καθαρισμό. Δουλεύει έξι μέρες την εβδομάδα και εννιά ώρες την ημέρα και έτσι ο μισθός φτάνει αρκε- τά πάνω από τον βασικό. Είναι ευχαριστημένη με τη δουλειά της και πληρώνεται καλά. Πολιτικά υποστηρίζει το MHP, το εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί, γνωστό στην Ελλάδα κυρίως για τη νεολαία του τους Γκρίζους Λύκους. Σχεδόν κάθε απόγευμα, όταν σχολάει από τη βάρδια της και στον λίγο χρόνο που έχει, περνάει από το Ταξίμ, όπου συναντά συναδέλφους και φίλους. Δεν σηκώνει σημαίες του κόμματός της, γιατί το πλήθος στο Ταξίμ ξεκαθάρισε ότι δεν θα ανεχτεί τους εθνικιστές ανάμεσά του, ξέρει όμως ότι υπάρχουν και αρκετοί άλλοι ομοϊδεάτες της που συνήθως κρατούν απλά το πιο συνηθισμένο λάβαρο της πλατείας, τις σημαίες με τον Κεμάλ.

Υπάρχει ένα καλό παράδειγμα, σχετιζόμενο μάλιστα με την οπτική της Δύσης προς την Τουρκία, με το οποίο μπορούμε να κατανοήσουμε κάποιες από τις έντονες και θεσμοποιημένες διάκρισεις εντός της τουρκικής κοινωνίας. Η Τουρκία δεν είναι μια ακόμη ευρωπαϊκή χώρα με ελεύθερα σύνορα, αλλά διέπεται από αυστηρότατους όρους για την έξοδο ενός Τούρκου πολίτη από τη χώρα. Η απόκτηση διαβατηρίου αποτελεί ένα όνειρο ή εφιάλτη για πολλούς Τούρκους πολίτες προερχόμενους από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, καθώς η έκδοσή του κοστίζει γύρω στα 200 ευρώ, ποσό ίσο με έναν περίπου μισθό χωρίς να υπολογίζονται οποιαδήποτε άλλα έξοδα. Παράλληλα, ακόμη και η απλούστερη έκδοση τουριστικής βίζας για επίσκεψη σε χώρα της ΕΕ-Σέγκεν ή της Βόρειας Αμερικής συνοδεύεται από έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας, με κορυφαίο σημείο την ανάγκη συνήθως να παρουσιάσει ο υποψήφιος ταξιδιώτης αποδεικτικά σταθερού εισοδήματος και συμβόλαιο ιδιόκτητης κατοικίας στην Τουρκία.

Όλα αυτά γίνονται απλές διαδικασίες και αυτονόητες παροχές για τα μέσα και ανώτερα κοινωνικά στρώματα (τους λευκούς), πρώτα απ’ όλα γιατί διαθέτουν τα αναγκαία εισοδήματα, αλλά ακόμη περισσότερο γιατί χαίρουν ειδικών προνομίων. Στο πλαίσιο της κεμαλικής παράδοσης του κρατισμού, ένα μεγάλο στρώμα δημόσιων λειτουργών, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ταυτίζεται με τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, χαίρει ειδικών προνομίων, ανάλογων με αυτά των στρατιωτικών: ειδικές συντάξεις, πρόσβαση σε φτηνότερη κατοικία κ.ο.κ. Από τα προνόμια αυτά, ένα από τα πολυτιμότερα αντικείμενα στην σύγχρονη Τουρκία είναι το περίφημο πράσινο διαβατήριο, μια ειδική κατηγορία διαβατηρίου που προσφέρεται δωρεάν χωρίς καμία επιβάρυνση σε ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους, εκλεγμένους πολιτικούς και τις οικογένειές τους, και το οποίο προσφέρει ελεύθερη πρόσβαση και στους περισσότερους προορισμούς χωρίς βίζα.

Η Α. είναι επίσης καθαρίστρια στην ίδια εταιρεία με τη Ζ. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια μικρή κωμόπολη κοντά στο Ουσάκ και ήρθε στην Πόλη με τον άντρα της μετά τα είκοσί της για να δουλέψει αυτός στην οικοδομή. Φοράει τη μαντίλα της και στη δουλειά και είναι πιστή μουσουλμάνα. Όταν ξεκίνησε να δουλέψει στην εστία του ίδιου πανεπιστημίου και αντίκρυσε ένα περιβάλλον όπου οι φοιτητές πίνουν αλκοόλ στο δωμάτιό τους, και ακόμη περισσότερο ενίοτε αγόρια και κορίτσια δέχονται επισκέψεις από φίλους του αντίθετου φύλου, αρνήθηκε πεισματικά να αναλάβει δουλειά και ζήτησε να την αλλάξουν πόστο αμέσως, ακόμη και αν αυτό σήμαινε μια σημαντική απώλεια στα εισοδήματά της. Όλες αυτές τις μέρες αποφεύγει να περάσει από την γειτονιά του Ταξίμ, όπως και οι περισσότερες κοπέλες που φορούν μαντίλα, φοβούμενες ότι θα προπηλακιστούν από τους διαδηλωτές.

Υπάρχουν αιτίες που προκάλεσαν το μεγάλο προτέστο του Ταξίμ και υπάρχουν και αφορμές. Ο Ερντογάν τον τελευταίο καιρό, πιεσμένος τόσο από τους συντηρητικούς μικροαστούς ψηφοφόρους του, όσο και από τους νέους δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες (κυρίως εργολάβους) που έχουν δημιουργηθεί στα 10 περίπου χρόνια διακυβέρνησης του AKP, αλλά και με την άνεση των εκλογικών αποτελεσμάτων, νομοθετεί και παρεμβαίνει με εντυπωσιακά αυταρχικό τρόπο, χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη τοπικές διαμαρτυρίες και ενστάσεις. Μια αλληλουχία τέτοιων αυταρχικών αποφάσεων επιβάρυναν πολύ το κλίμα τον τελευταίο χρόνο: α) τον χειμώνα στο Πολυτεχνείο της Μέσης Ανατολής στην Άγκυρα συνέτριψε τους φοιτητές απλά γιατί διαμαρτύρονταν για την καταπάτηση γης ιδιοκτησίας του Πανεπιστημίου από τον δήμο Άγκυρας που ήθελε να φτιάξει μια νέα λεωφόρο, β) συνεχίζει απρόσκοπτα τις εργασίες για την κατασκευή μιας τρίτης γέφυρας που θα ενώνει τις δυο πλευρές του Βοσπόρου βορειότερα από τις δύο υπάρχουσες, για την κατασκευή της οποίας καταστρέφεται ένα από τα τελευταία πυκνά δάση στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, γ) αποφασίστηκε η απαγόρευση πώλησης αλκοόλ μετά τις 10 το βράδυ αλλά και η δημόσια επίδειξη ερωτικών συμπεριφορών σε χώρους όπως το μετρό ή τα λεωφορεία (αποφάσεις που ο κόσμος των πόλεων εξέλαβε ως τεράστια απειλή για την κοσμικότητα της χώρας), και κυρίως δ) εδώ και έναν χρόνο αποφάσισε μαζί με τον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης να γκρεμίσει πλήρως την κεντρικότερη πλατεία της χώρας στο Ταξίμ μαζί με το ιστορικό πάρκο Γκεζί και να φτιάξει μια σύγχρονη υπόγεια διάβαση, ένα τζαμί και ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο ενταγμένο σε ένα συγκρότημα οθωμανικών στρατώνων που κάποτε υπήρχαν στην περιοχή και θα ξαναχτίζονταν (εργολάβοι, βιομήχανοι και Ισλάμ, 3 σε 1).

Ο Τ., 26 χρονών, μεγάλωσε στο Μπεσίκτας, μια παραλιακή γειτονιά της Πόλης δίπλα στο Ταξίμ, και δουλεύει γκαρσόνι σε ένα μεζεδοπωλείο στην αγορά του Μπεσίκτας. Είναι φυσικά οπαδός της Μπεσίκτας και οργανωμένος στους Τσαρσί (Çarsý), τον ξακουστό σύλλογο φανατικών και ούλτρας της ομάδας που έχει χαρακτήρα αντικατασταλτικό και ελευθεριακό. Σχεδόν κάθε Κυριακή για να φτάσει στο γήπεδο κάνει πορεία με τους συντρόφους του και κλείνουν τον κεντρικό παραλιακό δρόμο, για να καταλήξουν συνήθως σε πετροπόλεμο και χημικά με τους μπάτσους. Από τότε που ξεκίνησε η συγκέντρωση στο Ταξίμ, ο Τ. βρίσκεται κάθε βράδυ στην αντίστοιχη του Μπεσίκτας, μερικές βραδιές μάλιστα ανέβηκε μαζί με χιλιάδες άλλους οπαδούς της Μπεσίκτας στο πάρκο Γκεζί σε εκκωφαντική πορεία με πυροτεχνήματα και οπαδικά συνθήματα για να δηλώσουν συμπαράσταση. Στις πορείες αυτές πλέον ενώνονται και με οπαδούς της Γαλατάσαραϊ και της Φενέρμπαχτσε, φωνάζοντας σε όλη τη διαδρομή «Ερντογάν παραιτήσου». Ο Τ. απεχθάνεται την κυβέρνησή του για δύο βασικά λόγους, πρώτα γιατί θέλει να απαγορεύσει το αλκοόλ και έτσι φοβάται ότι θα καταστραφεί όλη η κίνηση στην γειτονιά του, το μεροκάματό του, αλλά και ο τρόπος ζωής του, και δεύτερον γιατί με απόφαση της τρέχουσας κυβέρνησης καταπατήθηκε το θαλάσσιο μέτωπο της γειτονιάς του και στη θέση της ανοιχτής στο Βόσπορο πλατείας οικοδομήθηκε η πρωθυπουργική έδρα της Κωνσταντινούπολης. Το συγκεκριμένο κτήριο είχαν βάλει στόχο οι σύντροφοί του τη βραδιά της 3ης του Ιούνη, όταν κατά τη διάρκεια πορείας στο Μπεσίκτας έβαλαν μπροστά μια μπουλντόζα από ένα εργοτάξιο οδοποιίας και προσπάθησαν να το κατεδαφίσουν. Ο Τ. μου εξομολογείται και έναν τρίτο λόγο, όχι τόσο σημαντικό βέβαια: όλοι ξέρουν ότι ο Ερντογάν αβαντάρει χωρίς ντροπή οικονομικά και αγωνιστικά την ομάδα ποδοσφαίρου του Κασίμπασα, μιας άλλης γειτονιάς της Πόλης απ’ όπου κατάγεται ο Τούρκος πρωθυπουργός, και η οποία τείνει να πετάξει έξω από την τριπλέτα των παραδοσιακών ποδοσφαιρικών δυνάμεων την Μπεσίκτας.

Η Τουρκία είναι παράξενη χώρα, αυτό το καταλαβαίνει κανείς μόνο άμα ζει εδώ. Πολλά από τα πράγματα που σε άλλες χώρες και ιδίως στην Ελλάδα έχουν μια συγκεκριμένη διάταξη στο μυαλό μας, εδώ μοιάζουν να αντιστρέφονται πλήρως. Τον τελευταίο χρόνο μου είχε προκαλέσει εντύπωση ότι μερικοί από τους Τούρκους φίλους μου στο φέισμπουκ είχαν προσθέσει μπροστά από το μικρό τους όνομα δύο γράμματα: «TC». Μου πήρε λίγο χρόνο να καταλάβω ότι αυτά ήταν ουσιαστικά τα αρχικά της Τουρκικής Δημοκρατίας (Türkiye Cumhuriyeti), και ουσιαστικά ήταν ένας τρόπος για να δηλώσουν την πίστη τους στον κοσμικό χαρακτήρα της Τουρκικής Δημοκρατίας, που πιστεύουν ότι απειλείται. Προσπαθούσα να φανταστώ τί θα μπορούσε να κάνει αύριο μερικές χιλιάδες Έλληνες χρήστες του φέισμπουκ να υπογράφουν π.χ. ως ΕΔ Γιώργος Αντωνίου, δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι.

Αντίστοιχα παράδοξη μοιάζει και η παρουσία στις διαδηλώσεις του Ταξίμ αλλά και των άλλων πόλεων χιλιάδων ανθρώπων με ποδοσφαιρικά κασκόλ και εμφανίσεις. Αν μπορούσε κάποιος να μετρήσει σε πραγματικά νούμερα τα διάφορα σύμβολα που φέρουν οι διαδηλωτές στο Ταξίμ κάθε δεδομένη στιγμή, το πιο πιθανό είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα έχει κάποιο οπαδικό σύμβολο πάνω της. Μολονότι σχεδόν ακατανόητο για μένα, παρά μόνο με ανθρωπολογικά κριτήρια, φαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι όσων κατέβηκαν στις πορείες αντιλαμβάνονται την οπαδική αμφίεση ως την «ορθή» αγωνιστική, ίσως γιατί συνδέεται με μαζικές εκδηλώσεις, είτε γιατί ανάμεσα σε άλλα φέρει το εθνόσημο, είτε γιατί αυτή η αμφίεση αποτελεί εγγύηση ότι δεν θα ταυτιστεί κάποιος αυστηρά με συγκεκριμένο πολιτικό χώρο.

Ο Λ. είναι 29 χρονών από την Πόλη, μεγάλωσε στο Καντίκιοϊ, στην ασιατική πλευρά, σπουδάζει με υποτροφία ανθρωπιστικές επιστήμες σε ένα καλό αγγλόφωνο τουρκικό πανεπιστήμιο και είναι ήδη παντρεμένος με τη Ζ., 27 ετών από τη Σμύρνη. Ήταν από μικρός προοδευτικός, και στο σχολείο μετείχε σε αριστερή νεολαιίστικη οργάνωση, τώρα πια είναι ανένταχτος. Βρέθηκε στο Ταξίμ από τη βραδιά πριν ξεσπάσουν τα πρώτα γεγονότα, και ήταν μαζί με τους μερικές δεκάδες διαδηλωτές που έστησαν αρχικά τις σκηνές τους στο πάρκο Γκεζί, προκειμένου να παλέψουν για τη διάσωσή του από τις μπουλντόζες των εργολάβων. Δικιά του ήταν μια από τις σκηνές που έκαψε η αστυνομία στις 30 Μάη, γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση και τη μεγαλειώδη διαδήλωση της επόμενης μέρας. Από εκείνη τη βραδιά κοιμάται κάθε βράδυ στο πάρκο και δραστηριοποιείται μαζί με τη Ζ. σε κάθε λογής πρωτοβουλίες, με βασικότερη τη γενική συνέλευση, τη γνωστή πια «Αλληλεγγύη Ταξίμ» (Taksιm Dayanιşmasι.) Πριν από μερικές μέρες έγραψε στο τουίτερ του: «Αναγκάστηκα τελικά να πάρω ένα έξυπνο κινητό, πάντοτε κορόιδευα τους φίλους που όλη μέρα σερφάραν στο ίντερνετ με το κινητό, αποδείχτηκε όμως εξαιρετικά δύσκολο να είσαι στο κίνημα και στους δρόμους χωρίς δαύτο». Μου λέει ότι δεν ξέρει που ακριβώς θα βγάλει το όλο πράγμα, κανείς άλλωστε δεν ξέρει, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι συμβαίνει, και όσο συνεχίζει αυτός θα είναι κάθε μέρα εκεί δίνοντας όλες του τις δυνάμεις για να ενισχύσει την απόφαση των συμπολιτών του να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που στα προτέστα των πόλεων της Τουρκίας ξεκίνησαν να διαβάζουν θεωρίες συνωμοσίας και σχέδια αποσταθεροποίησης, ιδιαίτερα δε στην Ελλάδα όπου ακμάζει το είδος του γεωστρατηγικού αναλυτή σε διάφορες αποχρώσεις, γαλάζιες, κόκκινες, ή μαύρες. Τέτοιες αναλύσεις σπάνια καταφέρνουν να εξέλθουν από τον κανόνα των απλοϊκών γενικεύσεων. Θυμίζουν άλλωστε, ενώ άλλες φορές συνοδεύουν, παιδαριώδη σχέδια εθνικιστών και παπάδων που έχουν στόχο: να πάρουνε την Πόλη, Παναγιά τους, και την Αγιά Σοφιά. Ευτυχώς τέτοια σχέδια, πέρα από τα επιχειρήματα της λογικής ή του διεθνισμού, καταρρέουν με το πιο απλό τουριστικό ταξίδι στη σύγχρονη Ισταμπούλ των 15 περίπου εκατομμυρίων κατοίκων. Η διαπίστωση αυτή βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι η στάση των μεγάλων διεθνών ΜΜΕ και πρακτορείων τύπου υπήρξε ανοιχτά εχθρική προς την κυβέρνηση Ερντογάν, προσφέροντας συνεχή κάλυψη στα γεγονότα και ανάλυση που ούτε κατά διάνοια δεν είδαμε για άλλα ευρωπαϊκά κινήματα.

Σ’ αυτό το τελευταίο νομίζω ότι τελικά η απάντηση δεν βρίσκεται κάπου σε σκοτεινά γραφεία μυστικών υπηρεσιών, αλλά περισσότερο σε νεοαποικιακά συναισθήματα συμπαράστασης, ίσως και σε κάποιας μορφής ταξική αλληλεγγύη. Οι εξεγερμένοι των πλατειών της Τουρκίας εκφράζονται σε μεγάλο βαθμό μέσα από πρόσωπα που αποτελούν και τους προνομιακούς συνομιλητές Ευρωπαίων και Βορειοαμερικανών: στρώματα με σπουδές στο εξωτερικό ή στα ακριβά αγγλόφωνα πανεπιστήμια της Τουρκίας, καλλιτέχνες και διανοούμενοι που ταξιδεύουν συχνά και έχουν σημαντική παρουσία εντός και εκτός της χώρας, δημόσιοι λειτουργοί και πανεπιστημιακοί με βαρύνοντα ρόλο στις επαφές με τον έξω κόσμο. Στο πρόσωπο αυτών, ο «μέσος» δυτικός πολίτης/τηλεθεατής βλέπει το καθρέφτισμά του, τον δυτικό άνθρωπο. Και ακόμη περισσότερο έναν δυτικό που απειλείται από τα φαντάσματα της βαρβαρότητας της Ανατολής και της οπισθοδρόμησης του Ισλάμ.

Ο Κ., 31 ετών, αυτοκαθορίζεται ως αριστερός, θαυμάζει την εκσυγχρονιστική διάσταση των κεμαλιστών, και πιστεύει ότι όλα πρέπει να ρυθμίζονται από την ελεύθερη αγορά. Ο πατέρας του ήταν διορισμένος πρόεδρος ενός από τα μεγάλα συνδικάτα τη δεκαετία του ’70, και ο ίδιος πασχίζει να τελειώσει τη διατριβή του στο εξωτερικό. Στη συζήτηση ομολογεί ανερυθρίαστα ότι μέχρι χθες θα επικαλούνταν τον στρατό για να διασφαλίσει τη «δημοκρατία», σήμερα όμως εκτιμά ότι η μεγαλύτερη αλλαγή είναι πως δεν υπάρχει ευτυχώς ή δυστυχώς Στρατός. Έτσι, μου λέει ότι ένα μεγάλο κομμάτι της τουρκικής κοινωνίας που μέχρι χθες θα κρυβόταν για κάθε πρόβλημά του πίσω από τον Στρατό, τώρα αναγκάζεται το ίδιο να πάρει τους δρόμους και να διεκδικήσει άμεσα τη διατήρηση του κοσμικού χαρακτήρα της δημοκρατίας. Μου δείχνει στο ίντερνετ τα σχόλια ενός διάσημου Τούρκου παλαιστή ο οποίος υποστηρίζει τον Ερντογάν, και αναρωτιέται πώς γίνεται η ψήφος του «ισλαμιστή» παλαιστή να ισούται με τη δική του που είναι ενεργός πολίτης, μορφωμένος και έχει ταξιδέψει στο εξωτερικό. Είναι και αυτός μαζί με τους εξεγερμένους στο Ταξίμ, όχι κάθε μέρα, όχι με το ίδιο κέφι, το κάνει έστω και αν το νιώθει παράξενο και έξω από την αισθητική του.

Δεν είναι λίγες οι φορές που στο Ταξίμ ακούς συζητήσεις σε διάφορες πλευρές των διαδηλωτών για την αναγκαιότητα του στρατού, σίγουρα πολύ περισσότερους από εκείνους που αντιστοιχούσαν στην ελληνική εμπειρία της πάνω πλατείας που περίμεναν μια χούντα να τους σώσει. Ο στρατός, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα έπρεπε να είχε επέμβει υπέρ των διαδηλωτών που έχουν το δίκιο με το μέρος τους, παραβλέποντας ότι σε κάθε περίπτωση αποτελούν ένα μειοψηφικό σε απόλυτους αριθμούς ρεύμα. Οι σκέψεις αυτές αποδεικνύουν εκ των υστέρων το ορθό της προσπάθειας του κυβερνώντος κόμματος τα τελευταία πέντε χρόνια να εξουδετερώσει πλήρως τον κάποτε παντοδύναμο τουρκικό στρατό. Σήμερα που όλοι σχεδόν οι κατέχοντες τον βαθμό του στρατηγού βρίσκονται είτε εκτός στρατεύματος, είτε στην φυλακή, είτε σε κατ’ οίκον περιορισμό και οι υπόλοιποι με κατηγορίες που εκκρεμούν για σχεδιασμό πραξικοπήματος, η Τουρκία για πρώτη σχεδόν φορά καλείται να βγει από αυτό το τούνελ αξιοποιώντας μόνο τις πολιτικές δυνάμεις της (έστω και αν αυτές έχουν πολύ αστυνομία και παρακράτος).

Η Φ., 38 ετών από το Εσκίσεχιρ, ζει στην Φρανκφούρτη και είναι παντρεμένη με δύο παιδιά. Μετά τις
σπουδές της στην Άγκυρα έφυγε στη Γερμανία, όπου τελικά εργάστηκε στο εστιατόριο του συζύγου της, μακριά απ’ ό,τι σπούδασε. Ασχολείται και με τη ζωγραφική, και έχουν εκδοθεί μέχρι τώρα στη Γερμανία δύο παιδικά βιβλία με δικά της σχέδια. Βλέποντας τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη από τα ΜΜΕ και μαθαίνοντας λεπτομέρειες από φίλους, ήρθε εσπευσμένα στις 7 Ιουνίου προκειμένου να μη χάσει την ευκαιρία να αποτελέσει μέρος της προσπάθειας. Άφησε τα παιδιά της στην πεθερά, και χρησιμοποίησε τις αποταμιεύσεις που είχαν για τις φετινές διακοπές, όπως μου είπε. Από την ώρα που πάτησε το πόδι της στην Πόλη περνάει γύρω στις 20 ώρες την ημέρα στο πάρκο Γκεζί, όπου ανέλαβε πόστο στον καθαρισμό της κουζίνας. «Έτσι κι αλλιώς», λέει η ίδια, «μπορώ να μείνω μόνο για λίγες μέρες, καθώς πρέπει να γυρίσω στην οικογένεια, οπότε θέλω να ζήσω πλήρως το αίσθημα της εξέγερσης και της ελευθερίας». Την τελευταία μέρα της στην Πόλη πριν επιστρέψει στην Φρανκφούρτη, μου εξομολογείται ότι πρώτη φορά στη ζωή της κατάλαβε πόσα διαφορετικά κόμματα της αριστεράς υπάρχουν στη Τουρκία, και ότι ιδίως το TKP (Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας), που είχε τα πιο συμπαθητικά και εργατικά παιδιά, απορεί γιατί δεν είναι στο κοινοβούλιο. Ήταν όμως πολύ ενοχλημένη και φοβισμένη από την παρουσία ενός τεράστιου μπλοκ Κούρδων με σημαίες και φωτογραφίες του Οτσαλάν, όχι γιατί δεν θέλει τους Κούρδους, αλλά γιατί στο κάτω κάτω ο Οτσαλάν και το PKK είναι τρομοκράτες και δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν μπλοκ στο Ταξίμ που υποστηρίζουν ανοιχτά τους τρομοκράτες, κατά την άποψή της.

Είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε στις λαϊκές κινητοποιήσεις την ελπίδα και την ανατολή του νέου. Δεν ήταν λίγες οι φορές όμως που στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης υπήρχε η αίσθηση ότι η κινητήρια δύναμη ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ο φόβος ότι χάνεται ένας κόσμος που κάποτε υπήρξε για κάποιους προνομιούχους, ο φόβος ότι θα χαθεί μια ευκαιρία που κάποια στιγμή γεννήθηκε για τους αποκλεισμένους, ο φόβος ότι στους νεότερους δεν θα δοθεί ποτέ ξανά η ευκαιρία να αλλάξουν τα πράγματα, ο φόβος της αριστεράς ότι θα χάσει τη μια και μοναδική ευκαιρία, ίσως τελικά συνολικότερα ο φόβος μιας ολόκληρης κοινωνίας να παραδεχθεί ότι αλλάζει και ότι μεταμορφώνεται σε κάτι που ποτέ δεν ήθελε.

Επίλογος, η 11η μέρα
Εδώ και μέρες λεγόταν σε πηγαδάκια ότι τα ξημερώματα της Τρίτης 11 Ιουνίου θα επέμβει η αστυνομία στο Ταξίμ, και η ιστορία αυτή μου ακουγόταν ίδια και απαράλλακτη με τις ατέλειωτες φημολογίες, την παραπληροφόρηση και το συνεχές ράδιοαρβύλα των ελληνικών συγκεντρώσεων. Τελικά όμως η τουρκική αστυνομία όπως και οι τούρκοι διαδηλωτές δεν αστειεύονται και είναι πολύ πιο συνεπής στα ραντεβού τους. Το χάραμα της 11ης του Ιούνη βρήκε το Ταξίμ από ένα πολύχρωμο πανηγύρι ανθρώπων με υψωμένα αγωνιστικά μπαϊράκια, να έχει μεταμορφωθεί σε μια θάλασσα από ομοιόμορφες μαύρες αστυνομικές μορφές μέσα στην οποία έπλεαν μόνο λευκά ΤΟΜΑ (το τουρκικό όνομα για τις αύρες), οι διαδηλωτές περιορίστηκαν μόνο εντός του πάρκου Γκεζί, και μόνο μερικοί αγωνιστές/προβοκάτορες βγαίνουν να αντιμετωπίσουν μοναχικοί ολόκληρες διμοιρίες. 

Το επόμενο βήμα εξαντλείται στο να αναμένουμε τη 12η μέρα.

ΕΙΚΟΝΑ Ι
Κυκλοφορούν λίστες εκτυπωμένες αλλά και στο ίντερνετ, κυρίως όμως στόμα με το στόμα, για τα μαγαζιά της πλατείας Ταξίμ που δεν βοήθησαν τους διαδηλωτές. Τα πιο προκλητικά από αυτά καταστράφηκαν πλήρως, με πιο ξακουστό το περίφημο ζαχαροπλαστείο Σαράι, ιδιοκτησίας του δημάρχου Κωνσταντινούπολης. Τα υπόλοιπα μαγαζιά, που είναι και τα περισσότερα, κάνουν δουλειές με φούντες. Οι καθημερινές μοιάζουν με Σαββατοκύριακα και η κίνηση στην αγορά υπολογίζεται 100% πάνω. Η εξέγερση έρχεται -αντίθετα με τις συνήθεις πορτοσάλτιες προβλέψεις- να φέρει αναζωογονητική πνοή στην αγορά, και να αφήσει μερικούς από τους διαδηλωτές τρώγοντας ντονέρ από τη γωνία να σπάνε το κεφάλι τους για τον κεντρικό σχεδιασμό, ή την ελευθεριακή παραγωγή.

ΕΙΚΟΝΑ ΙΙ
Πριν από πέντε περίπου χρόνια ο δήμος Μπέιογλου, όπου βρίσκεται και το Ταξίμ, αλλά και ο μεγάλος εμπορικός πεζόδρομος της λεωφόρου Ιστικλάλ, έθεσε σε εφαρμογή κανονισμό που απαγόρευε στους μικροπωλητές που πουλάνε τρόφιμα στο δρόμο να διαθέτουν οτιδήποτε άλλο, εκτός από κάστανα, κουλούρια (Θεσσαλονίκης) και καλαμπόκι. Η εξέγερση έφερε και πάλι στον δρόμο έναν κόσμο που είχε εξαφανιστεί: ταψιά με μύδια με πιλάφι, καρότσια με φακοκεφτέδες, συκώτι αρβανίτικο στα κάρβουνα και κοκορέτσι, μπιφτέκια στα κάρβουνα, μανάβηδες με κούμπλα και μούσμουλα και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου αποτελούν πλέον τη βασική δίαιτα των επαναστατών του Ταξίμ.

ΕΙΚΟΝΑ ΙΙΙ
Σε έναν τοίχο δίπλα στην είσοδο του Γαλλικού Ινστιτούτου είναι γραμμένο ένα σύνθημα με άκομψη λατινική γραφή Nitimur in Vetitum (Αγωνιούμε για το Απαγορευμένο). Σπεύδουμε όλοι να φωτογραφίσουμε τον σκοτεινό φιλόσοφο του δρόμου που αντιγράφει τον Νίτσε, ο οποίος με τη σειρά του αντέγραψε τον Οβίδιο· νά η απόδειξη της επανάστασης νέου τύπου. Ή μήπως ο εξεγερμένος με το σπρέι απλά αντέγραψε το αγαπημένο τατουάζ γκοθάδων και νταρκάδων, που με τη σειρά τους το ξεπατικώνουν από πηγές όπως το ομώνυμο σουηδικό ντεθ μέταλ συγκρότημα, που ίσως κάποιο μέλος του κάποτε στο σχολείο να άκουσε περί Νίτσε. Εντέλει λίγη σημασία έχει, ο καθένας μας βλέπει στις εικόνες γύρω του αυτά που ξέρει και αυτά που θέλει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου